Σχέσεις τι περίεργο πράγμα; Ούτε οδηγίες χρήσης υπάρχουν για το πώς ξεκινάνε και πώς συντηρούνται, ούτε πρωτόκολλα συμπεριφοράς, ούτε ακολουθούν κανόνες και νόρμες. Σαν να είναι αυτοφυείς υπάρξεις που υιοθετούν τους χαρακτήρες μας και τις συμπεριφορές μας και πορεύονται μαζί με μας. Το να φτιάξουμε μια σχέση, ίσως είναι και το εύκολο κομμάτι της υπόθεσης. Το δύσκολο είναι να παραμένουν υγιείες, και οι μη υγιείς σχέσεις φαίνονται δυστυχώς -όχι απαραίτητα σε μας που τις βιώνουμε αλλά στον περίγυρό μας σίγουρα. Έτσι, λοιπόν υπάρχουν 6 σημάδια που δείχνουν ότι η σχέση που μόλις ξεκινήσαμε είναι αμφίβολη, βρίθει ανασφαλειών και γενικότερα ενώ κραυγάζει από τελειότητα κάτι από πίσω μουρμουρίζει πρόβλημα.
1. Οι αυτοκόλλητοι
Μια που γνωριστήκατε και μια που χρειάζονται οι ειδικές δυνάμεις για να σας ξεκολλήσουν. Ξαφνικά οι περισσότερες από τις δραστηριότητες που έκανε ο καθένας μόνος του πριν από λίγο καιρό πλέον γίνονται μαζί, εκτός από τη δουλειά και τη χρήση τουαλέτας. Μαζί για φαγητό, μαζί με φίλους, μαζί στον κινηματογράφο, μαζί, μαζί και μαζί. Προφανώς και όλοι θέλουμε να περνάμε χρόνο με το ταίρι μας ειδικά στην αρχή της σχέσης. Αφού ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα που όταν κυριαρχήσει μπορεί να καταπιεί όλα τα υπόλοιπα, παρ’ όλα αυτά η ένδειξη ότι όλα γίνονται ομαδικά, είναι προβληματική. Η σχέση αυτή ξεκινάει και σε πρώτο πλάνο βγαίνει η ανασφάλεια της προηγούμενης μοναξιάς που έχει νιώσει ο καθένας, αλλά και τα παλαιότερα τραύματα. Εισβάλουμε, λοιπόν στη ζωή του άλλου με σκοπό να γίνουμε και εμείς απαραίτητοι για να μην μπορέσει να έρθει ο χωρισμός εύκολα.
2. «Αγάπη μου από ‘δω η μαμά μου», «Μαμά, από ‘δω η αγάπη μου»
Ναι, ναι, ναι. Από την πρώτη στιγμή έρχεται όλη η οικογένεια και συστήνεται, μπαίνει, εισβάλλει, θρονιάζεται μέσα στη νεοσύστατη σχέση. Η αγάπη έχει γνωριστεί με όλο το σόι από τα σπάργανα αυτής της σχέσης και αυτό μπορούμε να πούμε με απόλυτο τρόπο ότι δεν είναι εντελώς φυσιολογικό. Να εξηγήσουμε ότι δεν είναι το πρόβλημα μια τυπική και ξαφνική συνάντηση ή επαφή (άνθρωποι είμαστε, κοινωνικά όντα λεγόμαστε και είναι φυσικό να συναντήσουμε και να χαιρετήσουμε οποιαδήποτε στιγμή κάποιους από το σόι της αγάπης) το πρόβλημα βρίσκεται στο γεγονός ότι και σ’ αυτήν την κατάσταση δε φανερώνεται η κοινωνικότητά μας ή ο σεβασμός στις ρίζες του άλλου αλλά μια βαθιά νευρωτική κατάσταση που θα οδηγήσει στον εγκλωβισμό αργά ή γρήγορα. Η ερωτική μας ζωή θέλει το χρόνο της να αναπτυχθεί και η τάση να πιέσουμε τα πράγματα είτε για να δούμε αν η σχέση μας είναι αποδεκτή από το σόι είτε για να πιέσουμε να αποδεχτεί το σόι τη σχέση δείχνει τις βαθιές ανασφάλειες που μπορεί να κουβαλάμε.
3. Οι δεκάδες κλήσεις
-Έφαγες μωράκι μου;
– Γύρισες;
– Έφυγες;
– Ξύπνησες;
Δεκάδες κλήσεις μες στη μέρα και τη νύχτα και δεκάδες απορίες για κάθε λεπτό της μέρας, μια ανάγκη που εκτός του ότι κουράζει αφόρητα τον περίγυρο του ζευγαριού, κάνει φανερή την τεράστια ανασφάλεια που έχουν και τα δύο μέλη αυτής της σχέσης ή όποιο μέλος έχει τέτοια συμπεριφορά. Είναι μια κατάσταση που κάνει σαφή δύο πράγματα: Aπό τη μια την έλλειψη εμπιστοσύνης και την επιθυμία να γνωρίζει το άτομο που είναι και τι κάνει το ταίρι του κάθε στιγμή ώστε να νιώθει το αίσθημα του ελέγχου και από την άλλη την αδυναμία του να περάσει ποιοτικό χρόνο με τον εαυτό του. Προσοχή εδώ, ο έλεγχος δεν είναι αγάπη κι ένα άτομο που δεν μπορεί να είναι χαρούμενο με τον εαυτό του δε θα ειναι ούτε μες στη σχέση του. Ό έλεγχος φανερώνει φόβο, ανασφάλειες για το μέλλον αλλά και το παρόν.
4. Στα πόσα αγαπουλίνι κερδίζουμε τον μεγάλο αρκούδο;
Ναι, ο έρωτας και ο βήχας δεν κρύβονται (νομίζω κάτι για χρήμα λέει η παροιμία αλλά ας μη γίνουμε ρηχοί). Το δεχόμαστε αυτό αλλά πότε προλάβαμε να περάσουμε από το όνομα του ανθρώπου δίπλα μας σε όλα τα υποκοριστικά (αγαπουλίνι, μωρουλίνι, καρδουλίνι, δρακουλίνι) αλλά και στα πιο σοβαρά (όπως αγάπη μου); Μαζί λοιπόν με τον έρωτα που δεν κρύβεται, δεν κρύβονται και η βιασύνη ή το να θέλουμε να αποδείξουμε κυρίως στους άλλους ότι πρόκειται για τον έρωτα της ζωής μας. Όλα αυτά τα υποκοριστικά και οι έντονες εκδηλώσεις αγάπης ειδικά στην αρχή της σχέσης μαρτυρούν μια τάση επιδειξιομανίας, μια τάση υπερβολής που αναδεικνύουν είτε ένα άγχος για το μέλλον είτε μια έλλειψη κατανόησης του τι συμβαίνει και πώς πρέπει να το διαχειριστούμε. Το μέτρο είναι θησαυρός και σταθερότητα, ας μην το ξεχνάμε.
5. Εμείς και οι άλλοι
«Εμάς δε μας αρέσει το κινέζικο», «εμείς περάσαμε τέλεια», «εμείς γραφτήκαμε σε μαθήματα μαγειρικής πορτογαλικής κουζίνας». «Εμάς», «εμείς», «μας» και γενικά ξαφνικά το α’ πληθυντικό έχει αντικαταστήσει το εγώ. Κι αυτό δεν είναι πάντα κακό αλλά εμείς ήμασταν ανεξάρτητες προσωπικότητες πριν τη σχέση μας και είχαμε τις προτιμήσεις μας, τα ενδιαφέροντά μας, τις απολαύσεις μας και αυτό πρέπει να συνεχίσει να συμβαίνει και κατά τη διάρκεια της σχέσης και ειδικά της νεοσύστατης σχέσης. Όταν ξεκινάει ο ένας να απαντήσει εκ μέρους και των δύο με αυτό το «εμείς» είναι ξεκάθαρη η ιδέα του ότι πρέπει να αποδείξουμε πως αυτά που κάνουμε μας αρέσουν και αποτελούμε ένα ζευγάρι «παγκόσμιο πρότυπο». Κάνει, επίσης σαφές ότι κυριαρχεί ο φόβος για το μέλλον και η ανάγκη να επικοινωνήσουμε ότι είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Δεν είναι κακό να μην απολαμβάνουμε όλοι τα ίδια πράγματα, κακό είναι να το πνίγουμε για να μην ταραχθεί η σχέση μας.
6. Απαραίτητη προϋπόθεση η έγκριση
«Πάμε να πιούμε έναν καφέ;», «Θα σου πω σε λίγο, να ρωτήσω πρώτα το αγαπουλίνι.». Το βλέπουμε εδώ όλοι ξεκάθαρα ότι η σχέση αυτή διατρέχεται από την ανασφάλεια που ακούει στο όνομα «μία λάθος κίνηση και θα φύγει». Η έλλειψη ελευθερίας, αν στην καλύτερη περίπτωση δεν είναι χειριστικότητα είναι ξεκάθαρο άγχος για τη διατήρηση της σχέσης. Υιοθετούμε έναν εξαρτημένο χαρακτήρα που δείχνει ότι έτσι φαινομενικά σέβεται το ταίρι του ή ότι έτσι απαιτεί τον σεβασμό αλλά επί της ουσίας δε σεβόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό και κατ’ επέκταση δεν μπορούμε ποτέ να σεβαστούμε και τον άλλο.
Όλοι φοβόμαστε μη χάσουμε τον άνθρωπο που ερωτευτήκαμε γιατί πραγματικά πονάει. Αλλά αν κάτι πονάει περισσότερο, είναι να χάνουμε τον εαυτό μας μέσα σε μια σχέση. Το «για πάντα» υπάρχει αρκεί να ξέρουμε πώς να φερθούμε στην κάθε μέρα.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου