«Μην είσαι κι εσύ τόσο ευαίσθητος!»
Είμαι σίγουρη πως σε πολλούς από εμάς, η συγκεκριμένη φράση ακούγεται υπερβολικά γνώριμη καθώς μας την έχουν απευθύνει ουκ ολίγες φορές γνωστοί, φίλοι, ή ακόμη κι άτομα της οικογένειάς μας, σε μια στιγμή που μας είδαν να κλαίμε, να λυγίζουμε, να στενοχωριόμαστε πάρα πολύ για ένα γεγονός, να δενόμαστε πολύ εύκολα με κάποιον άνθρωπο και να πληγωνόμαστε τόσο, που να πέφτουμε στα πατώματα όταν εκείνος φεύγει, αλλά και σε πολλές άλλες φάσεις της ζωής μας.
Για εκείνους, η φράση αυτή λειτουργεί ως συμβουλή, την οποία πιστεύουν πως είναι πολύ εύκολο ν’ ακολουθήσουμε -λες κι υπάρχει έτοιμη συνταγή «πώς να γίνετε αναίσθητοι στο πι και φι» και μάλιστα, μόλις την ακολουθήσουμε ως δια μαγείας θα σταματήσουμε να επενδύουμε συναισθηματικά και θα γίνουμε αμέσως πιο σκληροί και σχεδόν τίποτα πια δε θα είναι ικανό να μας αγγίξει. Από τη μια, κατανοώ τον λόγο που νιώθουν την ανάγκη να μας απευθύνουν μια τέτοια συμβουλή, όσο παράξενη κι ανέφικτη κι αν ακούγεται αυτή. Βλέπετε, οι άνθρωποι που έχουμε επιλέξει στον περίγυρό μας, βρίσκονται εκεί επειδή μας νοιάζονται και μας αγαπούν. Δε θέλουν να μας βλέπουν στενοχωρημένους, να πληγωνόμαστε, να κλαίμε και να υποφέρουμε για τον οποιονδήποτε ή το οτιδήποτε. Θέλουν να μας βλέπουν χαρούμενους κι ευτυχισμένους, όχι χωλοσκασμένους και θλιμμένους με τσακισμένα συναισθήματα. Σε μια προσπάθειά τους, λοιπόν, να μας κάνουν πιο δυνατούς και να μας απαλλάξουν από τον πόνο και τη στενοχώρια, απευθύνουν σ’ εμάς την παραπάνω συμβουλή.
Είναι όμως αυτός ο σωστός τρόπος; Κατά πόσο είναι ωφέλιμο, εύκολο κι εφικτό ν’ αλλάξουμε ολοκληρωτικά ένα κομμάτι της προσωπικότητάς μας προκειμένου να γίνουμε κάτι άλλο, κάτι εντελώς έξω από εμάς, μόνο και μόνο επειδή για κάποιους η ευαισθησία θεωρείται αδυναμία κι οι ευαίσθητοι θεωρούνται έρμαια των πιο σκληρών προσωπικοτήτων;
Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα ν’ ακολουθήσουμε τη συμβουλή τρίτων και να προσπαθήσουμε ν’ απαλλαγούμε από το ευαίσθητο κομμάτι μας. Κυρίως διότι ανήκει στη φύση μας. Δεν αναλογίστηκαν, όμως, όσοι πέταξαν με ευκολία τη συμβουλή αυτή, τον πλούτο των αισθήσεων που κρύβει μέσα του ο ευαίσθητος άνθρωπος. Ότι μπορεί ν’ αντιλαμβάνεται καλύτερα ακόμα και τις πιο ανεπαίσθητες διαφορές ανάμεσα στις διάφορες γεύσεις φαγητών, στα υφάσματα, στα αρώματα, στις μελωδίες, στις ομιλίες των ανθρώπων. Ακόμη, οι ευαίσθητοι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να εμβαθύνουν σε κρυμμένες πτυχές των ζητημάτων και να διαβάζουν πίσω από τις γραμμές, ανακαλύπτοντας κρυμμένα νοήματα ή λύσεις που οι άλλοι δεν μπορούσαν καν να σκεφτούν, ανοίγοντας ένα διευρυμένο σύνολο επιλογών κι επιλύοντας βασικές δυσκολίες.
Επίσης, οι ευαίσθητοι άνθρωποι έχουν καλύτερη επίγνωση του ψυχισμού τους, γεγονός που τους βοηθάει να κατανοήσουν καλύτερα τα συναισθήματά τους και να τα εκφράσουν με διάφορους τρόπους, δημιουργικούς. Για σκεφτείτε, πόσοι καλλιτέχνες εκμεταλλεύτηκαν την ευαισθησία τους και την εξέφρασαν μέσα στα κείμενα, τη μουσική, τις ταινίες και τους πίνακές τους; Τέλος, έρχεται η ενσυναίσθηση, η ικανότητα να κατανοούν πλήρως τα συναισθήματα των άλλων, να συμπάσχουν με τα βιώματά τους. Να ψάχνουν τη λύση κι όχι το πρόβλημα, να μην αδιαφορούν. Να ανήκουν και να ψάχνουν την ομάδα, τη συντροφικότητα. Να μπορούν να μπουν σε θέσεις που ενδεχομένως δεν είναι και οι πιο βολικές, απλώς επειδή ανήκουν σε άλλους.
Γιατί λοιπόν, να μην προσπαθήσουμε να φωτίσουμε την ευαίσθητη πλευρά του εαυτού μας αντί να παλεύουμε να την απαρνηθούμε και να την κρατήσουμε στο σκοτάδι; Γιατί να μη δώσουμε ένα τέλος στη στοχοποίηση των ευαίσθητων ανθρώπων ως αδύναμων πλασμάτων; Γιατί να μη γίνει γνωστή η ισχυρότατα του συναισθήματος; Εξάλλου, πόση δύναμη χρειάζεται να κουβαλά κανείς το συναισθηματικό του φορτίο! Θέλει δύναμη να κλαις, να τσαλακώνεσαι, να σου ποδοπατούν το συναίσθημα και να σηκώνεσαι ξανά στα πόδια σου χτίζοντάς το από την αρχή. Θέλει δύναμη, να ερωτεύεσαι, ν’ αγαπάς, να πληγώνεσαι και να πονάς. Θέλει δύναμη, τελικά, να νιώθεις.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου