Ο τοίχος μπροστά της ξεθώριαζε σιγά-σιγά· μπορούσε να δει ξεκάθαρα το γκρι να ξεπηδά από τη σάρκα του λευκού χρώματος που το κάλυπτε. Κάποιες φορές μάλιστα, ένιωθε σαν να ήταν αυτό το γκρι κι ας ήταν ντυμένη μέσα στα λευκά που της είχαν φορέσει άλλοι, ξένοι. Εκείνη αισθανόταν γκρι, αδιάφορη και κενή. Ήξερε πως η ομορφιά της σε λίγο καιρό θα εξαφανιζόταν και τα μαλλιά της θα γίνονταν κι αυτά γκρι. Κανείς όμως δεν ήθελε να κοιτά έναν γκρι, γεμάτο ρωγμές τοίχο ενώ μπορούσε να έχει έναν λευκό. Το ρολόι στον τοίχο της έδειχνε 12 το μεσημέρι- «ώρα για φαγητό» σκέφτηκε. Πράγματι, μετά από λίγα λεπτά η πόρτα χτύπησε και μια νοσοκόμα μπήκε μέσα μ’ έναν δίσκο, κάθισε στην καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι και κοίταξε την Μπλανς μ’ αυτό το συναίσθημα που μισούσε: τον οίκτο.

– Έφτασε η ώρα για το μεσημεριανό σας, δεσποινίς.

«Δεσποινίς» καύχασε σιωπηλά, ανύπαντρη ήθελε να πει.

-Ελάτε, φάτε λίγο, θα κρυώσει, της είπε τείνοντας προς το μέρος της το κουτάλι με τη σούπα.

Η Μπλανς δεν άφησε λεπτό τα μάτια της από τον τοίχο. Είχε ένα απλανές βλέμμα σαν να έψαχνε μανιωδώς να θυμηθεί κάτι, σαν να αναζητούσε κάτι που είχε βρει, αλλά την τελευταία στιγμή ξεπήδησε από τα χέρια της και κούρνιασε κάπου καλύτερα από την αγκαλιά της.

– Θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση της, ξέρεις, είπε κοιτάζοντας ευθεία.

Η νοσοκόμα είπε κάτι που για την Μπλανς έμοιαζε με μουρμουρητό.

«Θα μπορούσα να τον είχα παντρευτεί εγώ, να τον είχα γνωρίσει πρώτη και να με είχε ερωτευτεί. Είμαι πολύ όμορφη, σωστά;» ρώτησε μα δεν περίμενε απάντηση.

«Θα είχαμε ένα ωραίο σπίτι σ’ αυτή την παρισινή συνοικία που ζει τώρα και θα είχαμε δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Ξέρεις πόσο λατρεύω τα παιδιά και πόσο μου στοίχισε που με έδιωξαν από το σχολείο. Αλλά δεν πειράζει, θα μπορούσα να πάω να διδάξω εκεί, πιστεύω πως ακόμα έχω το χάρισμα!»

Χαμογέλασε πικρά σαν να ένιωσε μια θαλπωρή μέσα σε αυτό το «παγωμένο μέρος» όπως συχνά το αποκαλούσε.

«Με τον Στάνλεϊ θα ήμασταν πολύ αγαπημένοι κι είμαι σίγουρη πως θα κάναμε ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρι. Είχα δει πώς με κοιτούσε όταν είχε έρθει σπίτι μου για επίσκεψη. Φορούσα εκείνο το τέλειο γαλανόλευκο φόρεμα με τις ρίγες και τα σκουλαρίκια με τις πέρλες που μου είχε δώσει η μητέρα μου. Σίγουρα θα σκέφτηκε πως είμαι πιο όμορφη και πιο ενδιαφέρουσα από τη γυναίκα που ήταν αρραβωνιασμένος. Αλλά είναι τόσο καλός κι ευγενικός που έμεινε μαζί της. Θα ήμασταν ευτυχισμένοι, γι’ αυτό είμαι σίγουρη.»

Φωτίστηκε για λίγο το πρόσωπό της. Έλαμψε σαν να υπήρχε πράγματι κάποια απτή ευκαιρία, σαν να μπορούσε ν’ αγγίξει την ευτυχία κρατώντας το χέρι αυτού του άνδρα, σαν να είχε πραγματοποιηθεί στ’ αλήθεια αυτή η συνάντηση.

«Την αγαπώ τη Στέλλα, αλήθεια, με όλη μου την καρδιά. Έρχεται και μ’ επισκέπτεται συχνά, μου φέρνει λουλούδια και συζητάμε όπως όταν ήμασταν μικρές. Είναι πολύ καλή κοπέλα και πολύ καλή αδερφή. Απλώς… Απλώς δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορώ να είμαι εγώ στη θέση που βρίσκεται εκείνη. Αλλά έπρεπε να το περιμένω σωστά; Βασιζόμουν πάντα στην ευγένεια αγνώστων ανδρών και κοίτα τώρα πού βρίσκομαι.» Επιτέλους έστρεψε το βλέμμα της στη θέση όπου κανονικά θα βρισκόταν η νοσοκόμα, αλλά η τελευταία είχε φύγει εδώ και ώρα. Το δωμάτιο ήταν άδειο.

Νυμφομανία και παραισθήσεις είπαν οι γιατροί στην αδερφή της κι εκείνη έστελνε κάθε μήνα το ποσό που έπρεπε για να παραμείνει μέσα στο ίδρυμα. «Δεν υπάρχει κανείς που μπορώ να μιλήσω;» φώναξε για να την ακούσουν μέχρι έξω· μάταιος κόπος. Το είχαν συνηθίσει πλέον, οι φωνές της απλώς χάνονταν κάπου στους διαδρόμους κι οι πόρτες έκλειναν όπως και τα μάτια των ανθρώπων. Καθηλωμένη σ’ ένα μέρος που δεν επέλεξε, με λίγες, ξεθωριασμένες αναμνήσεις για τότε που προσπάθησαν να της εξηγήσουν τι συμβαίνει.

Επανέφερε το βλέμμα της στον τοίχο και συνέχισε να τον κοιτά, μήπως και της έδινε κάποια απάντηση. Ποτέ όμως δεν έγραφε, ούτε ψιθύριζε κάτι. Κι εν τέλει δε θα μάθει ποτέ εάν ήταν χειρότερο που ζει μέσα σε μια κατασκευασμένη από εκείνη ιστορία ή να συνειδητοποιήσει την πραγματική της κατάσταση; Ούτε κι εμείς θα μάθουμε ποτέ, αλλά όλες οι τραγικές ιστορίες, πάντα αφήνουν ένα ερώτημα να πλανάται στα χείλη τους.

Πηγή φωτογραφίας

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου