Η σκέψη μιας αγκαλιάς με βασανίζει σήμερα και δεν ξέρω αν αυτό είναι μια ψυχική κρίση που κουβαλάει ο άνθρωπος ή ένα από τα κατάλοιπα που άφησαν οι μέρες και οι νύχτες μιας καραντίνας. Αυτό το λύσιμο και το άπλωμα των χεριών, το απότομο, το άξαφνο, που σου φωνάζει «είμαι εδώ και σε βλέπω», πού είναι; Εκείνο το «σ’ αγαπώ, μη φοβάσαι», έτσι χωρίς λόγο, χωρίς προσχεδιασμ, να ξεπεταχτεί με ένταση και να σε συνδέσει με το ψυχορράγημα του άλλου, ίσως μόνο με την απολεσθείσα γλώσσα της αγκαλιάς μπορεί να ειπωθεί. Μόνο χαρά κι ανακούφιση προσφέρει μια αγκαλιά κι άραγε εσύ κι εγώ, μπορούμε να πάρουμε το ρίσκο να τη δώσουμε; Μπορούμε τελικά να την αισθανθούμε; Στο στραπατσαρισμένο «φύλλο πορείας» του καθενός, τι θέλουμε εν τέλει να γραφτεί;
«Σήμερα μαράθηκα» είπα, «δεν έχω κανέναν», σκέφτηκα ή μήπως «δε θέλω κανέναν», αναρωτήθηκα. «Κάνω λάθος, δεν προσέχω, κάτι μου διαφεύγει», μονολογούσα, «κι έβαλα και το καινούργιο μου κουστούμι και πάλι δεν άλλαξα». Νοσταλγώ την αγκαλιά της μάνας, την άδολη, τη γενναία, την υποστηρικτική- μα πού είναι αυτό το καταφύγιο; Σκόρπισε μάλλον μαζί με το παιδί και μέσα από τις βουβές τις σκέψεις φέρνω μια γύρα με το νέο μου κουστούμι, το κοιτάζω στον καθρέφτη και νιώθω ότι θέλω να μ’ αγκαλιάσω. «Να το προσέχω, να μη λιώσει τουλάχιστον», σκέφτομαι.
Και τα διαβάζεις τώρα εσύ αυτά και λες -και δικαιολογημένα- πως «ρε φίλε, δεν το έχω με τους εναγκαλισμούς, καλός ο ρομαντισμός αλλά ούτε με τραμπολίνο μεγάλωσα, ούτε με άλειψαν με ροδόνερα για να βουτήξω στη ζωή». Δεν υπάρχει όμως άνθρωπος που να μη νιώθει όμορφα με μια αγκαλιά. Μπορεί να μην έμαθε σ’ αυτή ή να μην ξέρει πώς να την προσφέρει, αλλά κάπου μέσα του, στο βάθος, είναι χωμένη και περιμένει τον καθένα να την ψάξει. Βοηθήματα για να την αναζητήσεις, υπάρχουν: ένας φίλος, ένας συγγενής, ένα βιβλίο. Υπάρχουν τρόποι κι άνθρωποι -ειδικοί ή μη- αρκεί να θελήσεις να πας προς τα εκεί. Η αγκαλιά είναι ένα εργαλείο, το χάδι επίσης κι αυτός που το αποζητά δε σημαίνει ότι κλέβει τον αέρα κάποιου. Αντιθέτως, ανοίγει τον δρόμο για να περάσει ένα συναισθηματικό ρεύμα ανάμεσα σε δύο πρόσωπα. Για κάποιους είναι χάρισμα, άλλοι πάλι χρειάζονται εξάσκηση. Όπως και να ‘χει, το ζητούμενο είναι να τη δέχεσαι και να τη δίνεις χωρίς να ανησυχείς.
Και λες πάλι εσύ, «μα τι λες, ρε φίλε, τώρα, πίστωση δεν έχω, έκπτωση δεν έχω και θα ψάχνω αγκαλιές»; Εν πάση περιπτώσει, αν μπορείς να την επιλέξεις, μόνο κέρδος θα είναι κι ίσως μετά απ’ αυτό να ξανασκεφτείς αλλιώς τη ζωή. Μοιάζουμε κάπως με μαστιγωμένα ζώα μέσα στην όλη πίεση της καθημερινότητας. Βουρτσίζουμε καλά τα μαλλιά μας να μην πετάνε, ξυριζόμαστε κόντρα, λιώνουμε τα ούλα από το τρίξιμο, πάμε τακτικά στον γιατρό για τα δόντια, και συνεχώς αγωνιούμε για μια ασφάλεια που νομίζουμε ότι έχουμε χάσει, για μια σταθερότητα που είχαμε και πεθαίνουμε από φόβο μη δεν την ξαναβρούμε. Διακαώς προσπαθούμε να επιβιώσουμε, να συντηρηθούμε και ν’ αναπτυχθούμε. Τρία ρήματα που μια Αμερικανίδα ψυχοθεραπεύτρια χρησιμοποίησε για να δείξει την αξία της αγκαλιάς, υποστηρίζοντας ότι «οι άνθρωποι χρειαζόμαστε τέσσερις αγκαλιές την ημέρα για να επιβιώσουμε, οχτώ για να συντηρηθούμε και δώδεκα για να αναπτυχθούμε». Ό,τι δηλαδή ζητάμε κάθε μέρα, ίσως και να μπορούμε να το αποκτήσουμε μέσα από μια απλή ζεστή αγκαλιά.
Μια αγκαλιά σε βοηθά να αισθανθείς δυνατός, να χτίσεις αυτοπεποίθηση. Μιλάμε γι’ αυτή, διαβάζουμε γνωμικά, αλλά αν δε βγεις στον έξω κόσμο να παλέψεις και να τη διεκδικήσεις, δύσκολα την κερδίζεις. Μια ερωτική αγκαλιά σ’ αναστατώνει, μια φιλική σε εμψυχώνει, η μητρική σε ηρεμεί, η συναδελφική σε στηρίζει, μια ξένη σε χαροποιεί. Και δεν τη χρειάζεσαι μόνο στα εύκολα αλλά και στα δύσκολα, σ’ αυτά που είναι τόσα βαριά και το στόμα δεν μπορεί να τα ψελλίσει. Σ’ αυτά, μη διστάζετε να προσφέρετε ή να ζητήσετε αγκαλιές. Οι αγκαλιές προσφέρονται με άνεση σε υγιείς σχέσεις. Σε σχέσεις όμως που μας έχουν κάνει να έχουμε χάσει τ’ αβγά και τα πασχάλια, καλό είναι να διατηρούμε ένα υγιή εγωισμό κι αν κάποιος τη διεκδικεί, το «μολών λαβέ» είναι μια καλή απάντηση.
«Μολών λαβέ», λοιπόν και πιστεύω να σε έπεισα για την αξία της αγκαλιάς και δη της δικής σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου