Μου ζήτησες να σε αφήσω να φύγεις στη σιωπή, γιατί έτσι θα πονάει λιγότερο. Αλλά δεν ήταν ποτέ ο πόνος που με τρόμαξε. Ήξερα πως η πληγή κάποια στιγμή θα κλείσει. Έτσι μας έχουν μάθει. Μα εγώ τα είχα ποντάρει όλα στη μοναδικότητά σου. Και τώρα έμεινα απένταρη, βυθισμένη στο κρύο σκοτάδι, να παλεύω με δαίμονες που με πλανεύουν, γιατί μοιάζουν με σένα, αλλά δεν είναι εσύ.
Και κάθε φορά που θα αναζητώ το γέλιο σου σε χείλη ξένα που δε θα συνοδεύονται απ’ τα μάτια σου, θα γεμίζω χρέη. Γιατί εκεί στον πάτο που έφτασα θα πληγώνω δύο καρδιές. Μια που δε φταίει και την δική μου που δεν ταίριαξε με του αντικαταστάτη σου. Κι αν κάποιος φοράει το ίδιο άρωμα με το δικό σου και δεν έχει την ίδια γεύση ο λαιμός του, η περηφάνεια μου θα κατεβαίνει άλλο ένα σκαλοπάτι. Κι αν μπερδέψω τα δάχτυλά μου στα ξένα μαλλιά που έχουν ίδιο χρώμα με τα μαλλιά σου, αλλά δεν είναι το ίδιο απαλά, το ξένο σώμα θ’ ανατριχιάσει από το κρύο μου άγγιγμα κι όχι από το πάθος που ξόδεψα σε σένα.
Ακόμη κι όταν θ’ απομακρύνομαι από τη γειτονιά σου, το βλέμμα μου θα ψάχνει μια φιγούρα να σου μοιάζει. Και στις παρέες φίλων κάποιον να λέει τα ίδια αστεία με σένα. Δε φοβήθηκα τη μοναξιά, βλέπεις, έχω εκπαιδευτεί να την καμουφλάρω στην καθημερινότητα. Μα δε βρίσκω πουθενά τη σπίθα που είχαν τα μάτια σου, όσα βλέμματα κι αν έχω κοιτάξει.
Μήπως φταίω εγώ που αποστήθισα κάθε σου λεπτομέρεια και τώρα κανείς δε συμπληρώνει το παζλ; Είναι και κάτι ξένες αγκαλιές που μια που περισσεύεις και μια που σε σφίγγουν αφόρητα. Κι όποιο χάδι τόλμησα ν’ αφήσω να φτάσει εκεί που μόνο εσύ μπορούσες, δε μ’ ανατρίχιασε ποτέ. Το κορμί καιγότανε για σένα μόνο, μα τώρα στέγνωσε σαν καρβουνάκι ναργιλέ παρατημένου.
Μου ζήτησες να μη σε ψάχνω πια, μα εγώ σ’ αναζητώ σε κάθε αντίγραφό σου. Κοιτάω απελπισμένα στα φανάρια μήπως έχει μείνει και η δική σου καρδιά κολλημένη σε κάποιο κόκκινο, μα δεν είδα πουθενά την πληγή στην πόρτα του συνοδηγού που είχες πριν με γνωρίσεις. Δύσκολες οι νύχτες, μάτια μου. Δε χορεύει κανείς πια όπως χόρευες εσύ. Επικρατεί για κάποιο λόγο μια σιωπή στη φασαρία και δε διασκεδάζω το ίδιο.
Μη μ’ αφήνεις σ’ αυτόν τον κόσμο που έχει ξεχάσει να γελάει. Γιατί ούτε εγώ θυμάμαι πια. Πώς θα κοιμάμαι με παραμύθια που δεν τελειώνουν με τη δική σου καληνύχτα; Αν είναι άλλη η χροιά, θα είναι διαφορετικός ο πρωταγωνιστής και θ’ αλλάζει την ιστορία. Δεν είναι το ίδιο, βλέπεις. Δεν έχουν όλοι το θάρρος που είχες εσύ. Ούτε το αλκοόλ με βοήθησε να σε βρω. Ακόμη κι αν είχε την ίδια γεύση με σένα.
Είναι άδικο να ψάχνω τον ήχο σου σε μια μουσική που προσαρμόζει ανήθικους στίχους σε χαρούμενο τέμπο. Δεν υπάρχει έμπνευση χωρίς αληθινή αγάπη. Και ήταν αληθινή η αγάπη μου για σένα κι εσύ μου λες να την αφήσω κάτω απ’ το κρεβάτι να σκονίζεται για να ‘χει το σεντόνι ένα άρωμα πιο ανάλαφρο απ’ το δικό σου.
Έψαξα σου λέω, δεν ακούς; Ξόρκι πιο δυνατό απ’ το δικό σου, δε βρήκα. Έψαξα για μια καρδιά που χάνει έναν χτύπο όταν αναφέρω τ’ όνομά της. Όλες στον ίδιο μονότονο ρυθμό χτυπούν. Δεν υπάρχει ίδιο αποτύπωμα με το δικό σου ν’ ανοίξει την ψυχή μου.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.