Είναι Κυριακή μεσημερι απόγευμα, στην παραλία της Φωκαίας κι εκείνος στέκεται εδώ και ώρα και κοιτάει τις πάπιες. Το χαλαρό αεράκι σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι αν πρέπει να γυρίσεις πίσω να πάρεις μπουφάν. Πού ξανακούστηκε Γενάρης μήνας να βγαίνουμε ακόμα έξω με τις ζακέτες, ο καιρός τα ‘χει παίξει, η κλιματική αλλαγή είναι εμφανής κι απειλητική, πρώτη κουβέντα στα ραδιόφωνα, τα κομμωτήρια, την ουρά της εφορίας. Κι εκείνος ο ταξιτζής που πέτυχα προχθές, πιο γραφικός κι από ραπτομηχανή singer στο σπίτι γιαγιάς, τα συνόψισε τελικά ωραιαότατα στην ουσία “θυμάσαι ξανά τόσο όμορφο ήλιο Γενάρη μήνα κοπελιά;”. Μισοχαμογέλασα και θα το πέρασε για όχι, αλλά για να πω την αλήθεια μου δε θυμάμαι ποτέ να αναρωτήθηκα για κάτι τόσο απλό, προφανές, συνηθισμένο. Στη Μεσόγειο ζούμε άλλωστε δε μας έλειψε δα κι ο ήλιος. Παρ’ όλα αυτά προσπαθούσα να θυμηθώ. Ο ασταμάτητος όμως, κι άφου έκλεισε με κάπως δραματικό τρόπο, ομολογώ, το ραδίοφωνο, μου απευθύνει ξανά το λόγο με ύφος ψυχοθεραπευτή όταν πια είσαι στην πόρτα για να φύγεις “Λυσσάξανε οι αλήτες να μας τρομοκρατούν, θα ‘ρθουν ιώσεις λέει, θα κλειστούμε στα σπίτια μας λέει, θ’ ανοίξουν τα ρέμματα κι απροετοίμαστους θα μας βρει πάλι το πρόβλημα. Στο μεταξύ ρε κοπελιά δες εδώ έναν ήλιο! Πειράζει δηλαδή να το αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα όταν έρθει κι όχι από τώρα; Γιατί να πρέπει ν’ αγχώνομαι προκαταβολικά;”

Η αλήθεια είναι ότι αν δεν πλησιάζαμε το προορισμό μας κι αν δε με είχε όντως βάλει σε mood “άδραξε τη μέρα”, θα μπορούσα να ‘χα βρει δεκάδες επιχειρήματα να του απαντήσω, για την αναγκαιότητα της πρόβλεψης, ενός προγραμματισμού, του να ‘χεις ένα πλάνο ζωής κι αν αυτό τέλος πάντων σου φαίνεται απαιτητικό ή ακατανόητο ή αν η άποψή σου ανά διαστήματα αλλοιώνεται, προσαρμόζεται, ή αν τύχει και ξυπνήσεις μια μέρα και πεις “μα εγώ αυτό το πλάνο δεν το αναγνωρίζω, ποιο είσαι, ποιος σ’ έφερε εδώ και τι δουλειά έχεις εσύ μαζί μου;”, να ‘χεις έστω βρε άνθρωπε τη στοιχειώδη προνοητικότητα να κουβαλάς ένα μπουφάν μαζί σου. Ή έστω να μην υποτιμάς το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής μ’ ένα ξέγνοιαστο και χαρωπό σχολιάκι για έναν όμορφο ήλιο. Δεν του ‘πα όμως τελικά τίποτα. ‘

Ολες αυτές οι σοφιστείες που θα του αράδιαζα κυρίως για να με ακούσω τι ωραία που τα λέω τα λογικοφανή κι ώριμα κι υπεύθυνα, θα έκαναν το ταξίμετρο ν’ ανεβαίνει και τον ήλιο να κατεβαίνει, και δεν ήθελα τίποτα απ’ τα δύο.

Μόνο του χαμογέλασα. Κανονικά αυτή τη φορά.

Τώρα λοιπόν είμαι στην παραλία χωρίς μπουφάν και γελάω στη σκέψη ότι πιθανότατα κι ο προχθεσινός ταξιτζής βρίσκεται κι εκείνος κάπου χωρίς μπουφάν κι αυτή είναι μια απ’ αυτές τις ωραίες μυστήριες συνενοχές που στήνει ο νους μας για να μας διασκεδάζει. Αν μπορούσαμε τον όρο μαγεία να τον φέρουμε σε λίγο πιο απτά και καθημερινά δεδομένα, μάλλον αυτή είναι μια στιγμή μαγείας.

Γελάω ξανά καθώς σκέφτομαι ότι μάλλον σε στιγμή μαγείας βρίσκεται τώρα κι αυτός ο άγνωστος που κοιτάει τις πάπιες. Κι έχει πάνω από μισή ώρα που τον βλέπω στο ίδιο σημείο. Νωρίτερα όρθιος μπροστά στο κύμα, τώρα οκλαδόν στα χαλίκια. Χωρίς βιβλίο, τηλέφωνο, αντιπερισπασμό. Χωρίς ψωμί για να τις ταΐσει, χωρίς καν να ρίχνει πετραδάκια στο κύμα. Ακίνητος αλλά χωρίς να δείχνει μαρμαρωμένος. Άγνωστος μα γνώριμος. Τριγύρω του οικογένειες με παιδιά, σκυλιά να χοροπηδάνε, να μπαινοβγαίνουν στο νερό, μα τι Γενάρης Θέε μου, κάποιοι πιο δίπλα παίζουν μπιτς βόλει, δυο-τρεις μικροπωλητές με κοσμήματα. Είναι μακριά για να δω το πρόσωπό του όμως εμπιστεύομαι το ένστικτο που διαθέτουν οι πάπιες και δε φεύγουν από δίπλα του.

Άραγε εκείνου η στιγμή μαγείας ποια να είναι; Ποιος είναι; Από πού ήρθε και πού θα πάει μετά από εδώ; Που ζει και ποιες γλώσσες μιλάει; Να ψηφίσει Τσίπρα τις επόμενες; Να προτιμά τζαζ ή ροκ; Να ‘χει αδέλφια; Να πονάει ή να υμνεί; Να γαληνεύει ή να ωρύεται; Να βρίσκεται εδώ από απόλαυση ή από εκτόνωση; Οι πάπιες να τον ξέρουν;

Κι έτσι πιστή στην προσφιλή τακτική, να προσπαθώ να με καταλάβω μέσα από έναν άγνωστο, βρέθηκα μπροστά σε μερικές συνειδητοποιήσεις απ’ αυτές που σε κάνουν να θες να στείλεις ηχητικό στον ψυχοθεραπευτή σου μεσοβδόμαδα αλλά να κρατιέσαι γιατί πρέπει να τηρείς τα όρια.

Αυτός ο άγνωστος σίγουρα μοιράζεται με όλους μας, τα βασικά που μας καθιστούν κοινούς (θνητούς): Κάτι τον περηφανεύει, κάτι τον ντροπιάζει, με κάτι πανηγυρίζει και με κάτι υποφέρει, με κάποιους τα βρίσκει, με κάποιους ούτε καν.
Και πιθανότατα τώρα μπορώ να είμαι τόσο επιεικής και κατανοητική μαζί του γιατί μου ‘ναι ένας άγνωστος κι άρα η κάθε εντύπωση μου είναι αυτή που θα ονομάζαμε αντικειμενική και γελάνε και τα χαλίκια.

Η ουσία είναι ότι όσο βρίσκεται αυτός στα 200 μέτρα να κοιτάει τις πάπιες κι εγώ απλώς παρατηρώ, μπορώ να είμαι εντελώς ενσυναισθητική προς το ενδεχόμενο μπάχαλο που ίσως διαδραματίζεται στο μυαλό του κι έτσι να ικανοποιούνται κι όλοι αυτοί που γράφουν όλα αυτά τα quotes προς νουθεσία σ’ όλες τις γλώσσες κι όλες τις θρησκείες “Μην ξεχνάς ποτέ ότι ο άγνωστος που συναντάς στο δρόμο σήμερα ίσως από κάτι υποφέρει, να ‘σαι ευγενικός μαζί του!” Πες μου πώς να ‘μαι ευγενική με το ρετιρέ το ακατοίκητο που μου σκάει μεσαία λωρίδα χωρίς φλας πάνω στην Αττική Οδό και να σκεφτώ εκείνη την ώρα ότι “έλα μωρέ, μπορεί να ‘ναι απορροφημένος με κάτι που του είπε η δικιά του, ίσως δεν του ‘δινουν δάνειο στην τράπεζα, μπορεί σήμερα το πρωί να έμαθε ότι θα γίνει μπαμπάς ή μπορεί να συνέβη κάτι όντως τραγικό και τέλος πάντων δώσε τόπο στην οργή, κρατήσου και μη βρίσεις”

Ενώ με αυτόν εδώ τον άγνωστο, που δείχνει και τόσο ζεν τύπος, τι λόγο έχω να μην είμαι;

Κυκλοφορεί και το άλλο quote πολύ “μην ασχολείσαι με το τι σκέφτονται οι άλλοι για σένα, ο καθένας ασχολείται με τα δικά του”. Εδώ έχουμε μια μισή αλήθεια, γιατί δεν αποκλείει κάπου το ένα το άλλο. Το αν είμαστε έξυπνοι, ικανοί, όμορφοι, επιτυχημένοι, καλοί σύντροφοι, σωστοί γονείς, γενναιόδωροι, ενδιαφέροντες, χιουμορίστες, στοχαστικοί, ευχάριστοι, τα πάντα όλα βασίζονται σε μια σύγκριση, γενική ή ειδική.

Αν χαθεί η σύγκριση αισθανόμαστε ελεύθεροι μα και απελπισμένοι: Αναγνωρίζεται η αξία μου αν δεν έχω κερδίσει στη σύγκριση; Επιβεβαιώνεται η ικανότητά μου αν δεν επιτυγχάνω στα task που μου θέτω; Ποιο θα γίνει το νέο κίνητρο αν όχι η επικράτηση; H επικράτηση κι η σύγκριση δε χρειάζεται να ‘ναι απαραίτητα με κάποιον (εξωτερικό) άλλο. Άλλος μπορεί να θεωρηθεί κάλλιστα κι η μέσα φωνή που αξιώνει και τελειοθηρεί. Και κάπως έτσι, σαν το ποντίκι στη ρόδα, κυνηγάμε διαρκώς την ουρά μας αφού ό,τι μας αιχμαλωτίζει και μας απομυζεί τυγχάνει να είναι συχνά κι ό,τι μας καβλώνει.

Χωρίς σύγκριση, θα έφευγε η επιβράβευση, θα έφευγε κι η τιμωρία, θα έφευγε ο έλεγχος, κι αυτό είναι ένα πραγματικά επιστημονικής φαντασίας σενάριο του οποίο τη θέαση θα απολάμβανα στο σινεμά. Ένας κόσμος χωρίς μπόνους, ποινές, κέντρα αδυνατίσματος, εξεταστικές, παπάδες, όσκαρ, κριτικούς τέχνης, διευθυντές, αρκετούς γονείς. Ένας κόσμος χωρίς “Ο αδελφός σου παίζει καλύτερο πιάνο από σένα” αλλά και χωρίς “Είχες το καλύτερο βιογραφικό απ ‘ολους και γι’ αυτό σε διαλέξαμε!”
Δεν ξέρω αν σ’ ένα τέτοιο κόσμο οι άνθρωποι θα ‘ταν ευτυχέστεροι ή όχι, υποψιάζομαι όμως, ότι η τόση ελευθερία θα έφερνε χάος για κάποιους, πλήξη για άλλους.

Ο κόσμος μας πάντως (ακόμα) δεν είναι έτσι. Έχει πλάκα αν το καλοσκεφτείς, γιατί φαίνεται λες κι είμαστε φτιαγμένοι, ν’ αδυνατούμε να προσεγγίσουμε ένα θέμα αν αυτό το θέμα δεν επιδέχεται ένα στρογγυλό ναι ή ένα στρογγυλό όχι. Να ψάχνουμε διαρκώς βεβαιότητες μέσα σε αβεβαιότητες. Γι’ αυτό θ’ ακούς συχνά τους μεν που θα σου λένε “σκάσε” και τους δε που θα σου λένε “μίλα!”. Τους “κάτσε εδώ” και τους “τρεχάτε ποδαράκια μου”, τους “να ‘σαι αρεστός” και τους “να ‘σαι αληθινός”. Καμιά φορά μπορεί να τους ακούς όλους μαζί και μέσα σου.

Το ίδιο πράγμα ακριβώς που συμβαίνει τώρα μ’ αυτό τον άγνωστο που κοιτάει τις πάπιες. Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν. Δεν τον έχω ξαναδεί και πιθανότατα ούτε θα τον ξαναδώ. Μπορεί να ‘ναι ένας λοποδύτης -πόσα χρόνια ήθελα να γράψω αυτή τη λέξη-, μπορεί να ‘ναι κι η πιο ευγενική ψυχή της παραλίας. Για μένα σκεπτικός, για σένα αφηρημένος, για κάποιους αλλόκοτος ή κατασταλαγμένος. Άλλοι θα θαύμαζαν, άλλοι θα απορούσαν, άλλοι θ’ αδιαφορούσαν. Όπως συμβαίνει και με όσους τον πλησιάζουν: Ορισμένοι στέκονται δίπλα του για μερικά δευτερόλεπτα προσδοκώντας σε μια καλησπέρα και κάποιοι άλλοι στρέφουν το βήμα προς τα πιο ‘κει, να μην ενοχλήσουν τον μοναχικό τύπο, σαν σεβασμό στα όριά του, σαν να τα ‘χει χαράξει με κόκκινο στις πέτρες.

Μα κι εμένα, σκέφτομαι, σήμερα τυγχάνει η εικόνα του να μου δημιουργεί μια ζεστασιά και μια απορία. Δε διατηρώ καμία βεβαιότητα ότι το ίδιο θα συνέβαινε και χθες ή αύριο. Το ‘χω πάθει με τραγούδι που αρχικά το προσπέρασα και τελικά το λάτρεψα, το ‘χω πάθει με φαί που δεν ακουμπούσα, το ‘χω πάθει με προορισμό, με έρωτα, με κόμμα. Και παρά την εμπειρία, παρά τη βάρβαρη κι απελευθερωτική συνειδητοποίηση του ότι αυτό που θεωρούμε πραγματικότητα, που όμως είναι άποψη, δεν είναι τελικά τίποτα πέρα απ’ το άθροισμα των εντυπώσεων, των καταβολών και των προσδοκιών μας, δείχνουμε ν’ αδυνατούμε να διατηρήσουμε την διαύγεια σε όποια περίπτωση: Είτε κρίνουμε, είτε κρινόμαστε.

H άποψή μας για κάποιον είναι πάνω απ’ όλα η διάθεσή μας. Κι αμέσως μετά το προφανές: Μου μοιάζεις σε κάτι για το οποίο καμαρώνω ή μου προκαλείς θαυμασμό κι ανάγκη να σε μιμηθώ; Τότε σε συμπαθώ. Μου θυμίζεις κάτι που δυσκολεύομαι ν’ αποδεχτώ στον εαυτό μου ή κάτι που με τρομάζει ή δεν κατανοώ; Τότε σε αντιπαθώ. Συνήθως πάει κάπως έτσι.

Κάθε μέρα, όλη μέρα, σ’ όλη τη ζωή μας, μας λέμε μια ιστορία. Αφηγητές κι ακροατές, όλα εμείς. Μα θέλουμε να ‘μαστε διαρκώς και σκηνοθέτες Κι αν τύχει και κάπως κάτι μας χαλάσει την πλοκή, τουλάχιστον διατηρούμε πάντα το δικαίωμα της διανομής των ρόλων. Είναι τέτοια η ανατριχίλα που νιώθω στο δέρμα όταν κάνω αυτή η συνειδητοποίηση, που μπορώ να τη συγκρίνω μόνο μ’ εκείνη που αισθάνομαι όταν τύχει βραδιά χωρίς φεγγάρι να ‘μαι κάπου στο Αιγαίο και να αντιλαμβάνομαι τη θέση μας στο σύμπαν ή όταν ακούω Πάριο.

Δεν τις αντέχει το σώμα για πολύ αυτές τις ανατριχίλες. Δεν είμαστε εξοπλισμένοι να διαχειριστούμε τέτοιες δόσεις ομορφιάς, θεϊκού και αλήθειας. Γι’ αυτό επιστρέφουμε στο λαγούμι μας, τη γνώμη τη σωστή μας, “γεια σου γνώριμή μας ήρθαμε για το κάστινγκ”.

Μέσα σ’ όλη αυτή τη παρεξήγηση γίνεται συχνά ριψοκίνδυνο να υποκύψουμε τον πειρασμό να γίνουμε κωλόπαιδα που θα διαθέτουν άποψη και αληθοφανή επιχειρήματα. Με βασικό οδηγό το “ο κόσμος έτσι κι αλλιώς θα σχολιάζει ό,τι κι αν κάνω” μπορεί όντως να βρούμε τόση παρηγοριά και άνεση στο σύνθημα ώστε να ξαπλώσουμε επάνω του τον πιο αλαζόνα, μαλακισμένο, ανεύθυνο εαυτό μας. Υπάρχει η τάση κι από ορισμένους ψυχοθεραπευτές να εκκολάπτουν τις επόμενες φουρνιές ναρκισσιστών στα γραφεία τους. Ανθρώπων αδιάφορων, προσυλωμένων αποκλειστικά στον εαυτό και το μικρόκοσμο. Άνθρωπων που διχάζονται για το αν μπορείς να νοιάζεσαι ταυτοχρόνως εσένα και τους άλλους. Αυτή την μέινστριμ ροπή σχολιάζει με ντελικάτη ειρωνεία κι ένα απ’ τα αγαπημένα μου προφίλ στο instagram με το οποίο έχω ρίξει μερικά απ’ τα πιο επικά γέλια.

Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να επέμβουμε στο αέναο, κρίνουμε και κρινόμαστε, μέρη ενός καλαματιανού που απλώς αλλάζει θέση το μαντήλι. Βοηθάει πού και πού να θυμόμαστε ότι εκείνος που σέρνει το χορό τις πιο πολλές φορές ξεπατικώνει τις φιγούρες απ’ το μυαλό του. Βοηθάει ακόμα περισσότερο να θυμόμαστε ότι κι εμείς το ίδιο πράττουμε.

Ο άγνωστος που κοίταγε τις πάπιες έφυγε απ’ την παραλία χωρίς να ξέρει ότι έγινε η αφορμή να γραφτούν αυτές οι λέξεις. Κι ας έγινε. Κι εγώ σκέφτομαι ότι έχω αδιάβαστο δυο βδομάδες στο κομοδίνο έναν Μπρυκνέρ αλλά τουλάχιστον έπεσα επάνω σ’ αυτόν εδώ τον άγνωστο. Κι ας είναι. Κι αυτή είναι μάλλον μια στιγμή μαγείας.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά