«Τι θα θέλατε, παρακαλώ;»
«Θα ήθελα ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια, σαν εκείνα στη βιτρίνα.»
«Βεβαίως. Τι νούμερο φοράτε; Για να δω… Σαράντα ένα;»
«Όχι, θέλω τριάντα εννιά, παρακαλώ.»
«Συγγνώμη κύριε. Πάνε είκοσι χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά. Το νούμερο σας είναι μάλλον σαράντα ή σαράντα ένα.»
«Ό,τι και να λέτε, εγώ θέλω το τριάντα εννιά.»
Κάποτε ο Χόρχε Μπουκάι είχε γράψει για το σύνδρομο των «στενών παπουτσιών». Ήταν φυσικά μια υπέροχη και πολύ αληθοφανής περιγραφή για το πώς έχουμε πείσει τους εαυτούς μας, ή έτσι μας επιβλήθηκε ως πραγματικότητα, ότι «ό,τι αξίζει, πονάει κι είναι δύσκολο» και πως μετά την υλοποίησή του, περνώντας όλον αυτόν τον πόνο και τη δυσκολία, η χαρά που θα αισθανθούμε θα είναι τεράστια.
Είναι μια θεωρία που ακούσια έχει περάσει στην ψυχοσύνθεσή μας. Υπάρχει η άποψη ότι όσο περισσότερο παιδευόμαστε για κάτι, είναι σημαντικό κι απόλυτα αναγκαίο προκειμένου να μας ολοκληρώσει και να μας κάνει να πετύχουμε έναν στόχο ζωής, είτε επαγγελματικό είτε διαπροσωπικό, σχηματίζοντας μια βαθιά πεποίθηση ότι όλα όσα περάσαμε θα είναι τα παράσημά μας κι όσοι μας κοιτούν και μας γνωρίζουν θα μας τα προσδώσουν σαν αξίες, κερδίζοντας μερικούς πόντους στην προσωπικότητά μας. Θα είναι ένας τρόπος να έχουμε να διηγηθούμε ιστορίες απαράμιλλων δυσκολιών γεμάτοι υπερηφάνεια που στο τέλος είχαν μια –ίσως – αίσια κατάληξη. Θα τολμήσουμε να κάνουμε τους εαυτούς μας παραδείγματα προς τους νεότερους αναφέροντας χαρακτηριστικά με σοφό ύφος: «Αγαθά κόποις κτώνται.»
Είναι άπειρες οι περιπτώσεις που έχουμε ζήσει, υποβάλλοντας τον εαυτό μας σε δοκιμασίες, βιώνοντας δράματα ίσως, δυσκολίες σίγουρα, τις οποίες προκαλέσαμε εμείς με τη στάση μας και τη συμπεριφορά μας, με μια εμμονή, επιμένοντας σε κάτι που πιστέψαμε ότι ήταν αυτό που θέλαμε τόσο πολύ. Ζήσαμε αγωνίες, άυπνες νύχτες, αγκαλιάσαμε ιδέες και σκέψεις με εξαρτητική διάθεση, λες κι αν κάποιες στιγμές αφήναμε τον εαυτό μας να ξεχαστεί, θα ήταν προδοσία στα πιστεύω μας. Στερηθήκαμε τη λογική σκέψη και τα μπερδέψαμε όλα μέσα μας με υπέρμετρες δόσεις ματαιοδοξίας κι απωθημένου.
Σε μια τέτοια διαδρομή το σίγουρο είναι ότι χάσαμε ευκαιρίες. Προσηλωμένοι στον αρχικό στόχο, στο βασικό σχέδιο, δεν είδαμε ότι υπήρχε κάτι καλύτερο για εμάς και του γυρίσαμε επιδεικτικά την πλάτη, γιατί η τυχερή μας «δεκάρα» έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί ακόμα κι αν ήταν μια «καυτή πατάτα» που μπορεί να μας τσουρούφλιζε· ήταν όμως αυτή που κρατούσε την ισορροπία μεταξύ πόνου και πραγμάτωσης του σκοπού. Γιατί έτσι έχουμε μάθει, έτσι μας έχουν πείσει ότι πρέπει να συμβεί. ‘Ετσι έχουμε πείσει εμείς τους εαυτούς μας.
Υπάρχει όμως ένα τεράστιο «αλλά» σ’ όλον αυτό τον αγώνα που υποβληθήκαμε. Η μεγαλύτερη πιθανότητα, είναι στο τέλος να φας το απόλυτο ξενέρωμα. Αρχικά υπάρχει κίνδυνος, ως την πραγμάτωση του στόχου να έχεις ξεχάσει γιατί έπρεπε να υπομείνεις όλο αυτό το βάσανο και στη συνέχεια να καταλάβεις τελικά ότι ήταν «άνθρακας ο θησαυρός» και τα παράσημα για τα οποία θα καυχιόσουν, θα ήταν μόνο πληγές που με όποιο τρόπο θα προσπαθείς να γιατρέψεις. Τζάμπα τα ξενύχτια και τα μεγάλα οράματα. Τζάμπα οι κάλοι στα μικρά δαχτυλάκια κι η παραμόρφωση των ποδιών κι όσα ποδόλουτρα κι αν έκανες, την επόμενη μέρα, το ίδιο πονούσες. Αφού αυτά τα ξυλοπάπουτσα, δεν ήταν το νούμερό σου, γιατί λυσσάς να τα φοράς τα ρημάδια; Δε βλέπεις ότι δεν μπορείς να τα περπατήσεις και σου στραβώνουν τα πόδια;
Αλήθεια, σε ποιο εγχειρίδιο επίτευξης στόχων γράφει ότι θα πρέπει να βιώσουμε ένα μαρτύριο για να περιγράψουμε τον εαυτό μας ως πετυχημένο; Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι μόνο περνώντας του λιναριού τα πάθη θα έχουμε μερίδιο στην ευτυχία; Δε φτάνει που η ζωή από μόνη της δεν είναι δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα, παρά με τα κοτσάνια και τ’ αγκάθια που περίσσεψαν;
Η ευτυχία είναι στιγμές κι όχι κάτι δεδομένο και συνεχές γι’ αυτό και είναι τόσο πολύτιμη. Με όλη αυτή την καταπίεση όμως που επιβάλουμε στους εαυτούς μας, ακόμα κι αυτές οι στιγμές περνούν απαρατήρητες και χάνουν το νόημά τους και η εστίασή μας στον πόνο, μας κάνει να τις προσπερνάμε. Καθετί έχει το όνομά του, την αξία του και τον χρόνο που χρειάζεται κανείς μας να διαθέσει. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, αλλά τόσο όσο να μη μας καταπιεί και στη διαδρομή για την ανακάλυψη του «’Αγιου Δισκοπότηρου» χάσουμε τον προορισμό και την αξία του ταξιδιού. Κι ένα ταξίδι, για να μπορέσεις να το απολαύσεις, πρέπει να είσαι σωστά ντυμένος και με τα κατάλληλα πατούμενα για την περίσταση, που να μη σε πονάνε αλλά να σε προδιαθέτουν να διανύσεις πολλά χιλιόμετρα, ξεκούραστα κι αναπαυτικά.
Γι’ αυτό, όποιο παπούτσι δεν είναι στο νούμερό σου, επειδή μπορεί να έχει μεγαλώσει το πόδι σου, χάρισέ το για να μη χρειαστεί να μπεις στον πειρασμό να το ξαναφορέσεις ποτέ. Κι αν στο μυαλό σου καρφωθεί καμία ιδέα να ξανατολμήσεις την αγορά ενός τέτοιου ζευγαριού, που σε ξεσήκωσε στη βιτρίνα αλλά δεν ήταν στα μέτρα σου, καλύτερα να μην το αγοράσεις. Γιατί σαν τον πόνο του κάλου, δεν έχει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου