Επίπονος και μεγάλος ο δρόμος για να βρει κανείς τον εαυτό του. Υπάρχει το ενδεχόμενο να μην τον ανακαλύψει και ποτέ. Υπάρχει κι η εκδοχή όμως να μπερδευτεί στην πορεία ή να τον μπερδέψει αυτή η μάστιγα της γνώμης των άλλων. Είναι έμφυτο χαρακτηριστικό μας κι εν μέρει ανθρώπινο να κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους ανάλογα με τις προτιμήσεις τους. Όλοι το κάνουμε ή έστω το κάναμε κάποια στιγμή στη ζωή μας. Είναι τουλάχιστον όμως ελπιδοφόρο και δίκαιο το γεγονός πως ξεκινάει να θεωρείται μονόδρομος η ουσιαστική ελευθερία έκφρασης κάθε ατόμου.
Ας παραδεχτούμε πως δεν είναι όμορφο να χαρακτηρίζουμε και να κρίνουμε ολόκληρες προσωπικότητες μόνο και μόνο από μια επιλογή. Είναι επιπόλαιο, απερίσκεπτο και καθόλου τεκμηριωμένο. Ο λόγος; Είναι πραγματικά πολύ απλός. Για χρόνια προσπαθούμε όλοι να καταταχθούμε σε μια κατηγορία και τελικά δεν υπάρχει καμία ουσία σε αυτό. Μπορούμε ν’ ανήκουμε σε πολλές ή και σ’ όλες μαζί. Όλα ξεκινάνε να διαμορφώνονται από μικρή ηλικία και όταν πια κλείσουμε τα 18 αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν.
Συνηθίζαμε ν’ ακούμε Καζαντίδη, Μπιθικώτση και Πόλυ Πάνου στο σπίτι, έτσι μεγαλώσαμε. Στεκόμασταν στους στίχους και τους εξηγούσαμε κι έπειτα τους τραγουδούσαμε όλοι μαζί με τη συνοδεία της κιθάρας. Έτσι συνοδεύονταν τα οικογενειακά τραπέζια, οι γιορτές, οι απογευματινοί καφέδες και τα Κυριακάτικα πρωινά. Γίνανε κτήμα μας με τα χρόνια και μόνο περηφάνια νιώθουμε όταν γνωρίζουμε τους ερμηνευτές, τους στιχουργούς και συνθέτες και την ιστορία πίσω από κάθε τραγούδι. Τώρα που μεγαλώσαμε, προσθέσαμε στη μουσική μας παλέτα κι άλλους καλλιτέχνες. Η Μποφίλιου, η Νέγκα, ο Θηβαίος εισβάλλουν με τόσο όμορφο τρόπο στα ακούσματά μας και πλέον είναι μέρος αυτών. Τρέξαμε σε τόσα αφιερώματα των μεγάλων ερμηνευτών σε τόσες συναυλίες του Παπακωνσταντίνου, του Πασχαλίδη, του Νταλάρα. Τις περιμέναμε μήνες και κλείναμε τα εισιτήρια νωρίς για να είμαστε σίγουροι πως θα έχουμε τις καλύτερες θέσεις. Περάσαμε τα Σαββατά μας σε κουτούκια μ’ εκείνο το υπέροχο χύμα κρασί και τα μεζεδάκια που έχουν άλλη νοστιμιά. Σήμερα όμως είναι μια βραδιά που το μόνο που σηκώνει είναι Μαζωνάκη και Γαρμπή.
Γνωρίζοντας όλα τους τα τραγούδια και ντυμένοι με τα επίσημά μας, η νύχτα απαιτεί μπουζούκια. Στο τραπέζι ακουμπάνε ένα Gin, τα γαρύφαλλα βρίσκονται σε όλο το μαγαζί κι εσύ ακολουθείς με απόλυτη φυσικότητα την αίσθηση της ατμόσφαιρας. Ξημερώνει Κυριακή και πας στους γονείς σου για φαγητό, που ξέρεις πως θα συνοδευτεί από μουσική και χορούς, όπως παλιά. Στο τραπέζι συζητάτε κι όλοι απορούν πώς γίνεται χθες να ήσουν μπουζούκια και σήμερα να τραγουδάς Μοσχολιού. Είναι μια καλή στιγμή να τους ανακοινώσεις πως φέτος θα πας διακοπές μερικές μέρες στη Σχοινούσα και μερικές στη Μύκονο.
Το καλοκαίρι περιλαμβάνει πέντε μέρες ηρεμίας και camping στην πανέμορφη Σχοινούσα, διαβάζοντας Νίτσε, τρώγοντας νεκταρίνια που θα τα έχουμε πλύνει στη θάλασσα, ακούγοντας Ludovico Einaudi και κάνοντας συζητήσεις κι όνειρα για τη ζωή. Πέντε μέρες που θα πίνουμε μπίρες από το ψυγειάκι μας και θα είμαστε όλη μέρα με ένα μαγιό θαυμάζοντας την ομορφία αυτού του νησιού. Το καλοκαίρι επίσης θ’ αγκαλιάσει γλυκά και μερικές μέρες στη Μύκονο. Μέρες που θα χαλάσουμε με απόλυτη συνειδητότητα όσα λεφτά θα χρειαζόμασταν στη Σχοινούσα για έναν μήνα camping. Θα κυκλοφορούμε 24 ώρες με τα καλά μας πίνοντας κρασί σε κολονάτα ποτήρια με μια διάθεση φοβερά στημένη -γιατί αυτό αρμόζει στη Μύκονο-. Δε θα υπάρξει ούτε μια στιγμή χαλάρωσης αφού την παραλία θα διαδέχεται το κρασί, το φαγητό κι η νυχτερινή ζωή, που είναι πραγματικά σαν βγαλμένη από παραμύθι. Αχ, ο Σκορπιός κι όλο αυτό το μοναδικό vibe δίπλα στο ηλιοβασίλεμα ακούγοντας Valeron, θα είναι σταθερά μια εμπειρία ζωής. Το πιο αξιοπερίεργο είναι πως όποιον ρώτησα για τη Μύκονο, δε μου είπε για την ομορφιά του νησιού και νομίζω πως κατανοούμε όλοι τον λόγο. Στην επιστροφή από Μύκονο ταιριάζει απόλυτα Χόρχε Μπουκάι.
Για τις επόμενες εβδομάδες το πρόγραμμα περιέχει κρασάκι στο μπαλκόνι ακούγοντας soundtrack ταινιών και χαζεύοντας τα ηλιοβασιλέματα. Η μαγειρική στο σπίτι παίρνει άλλη διάσταση μιας κι οι μπαταρίες έχουν πλέον γεμίσει. Καλείς φίλους για επιτραπέζια, οργανώνεσαι για να επιστρέψεις στην κανονικότητα αλλά έρχεται η πρόταση να πάτε σε Club. Σηκώνεσαι, ντύνεσαι ανάλογα και χορεύεις πάνω σ’ ένα τραπέζι Ζευγαρά ως το πρωί. Την επόμενη μέρα ξυπνάς απόγευμα -πράγμα που σιχαίνεσαι- αλλά το γνωρίζεις οπότε δε μιζεριάζεις. Το βράδυ πας για τρέξιμο μιας κι αγαπάς πολύ τον αθλητισμό αλλά πριν κοιμηθείς πίνεις μισό ποτηράκι κρασί μ’ ένα τσιγάρο κι εκείνα τα ξεχασμένα πατατάκια στο ντουλάπι.
Το απόγευμα της επόμενης μέρας μιλάς με την παρέα που συνηθίζετε να πηγαίνετε για Camping και ν’ αράζετε για ώρες και κανονίζετε κοκτειλάκι στο Παγκράτι, αφού πρώτα πάτε σε μια παρουσίαση βιβλίου. Σχολιάζετε την επικαιρότητα κι εσύ νευριάζεις με όσους εκθέτουν απόψεις που δεν είναι τεκμηριωμένες. Πιάνεις τα ηνία κι εξηγείς με ιστορικά παραδείγματα αυτό που συζητάτε κι εκεί είναι που όλοι απορούν πώς γίνεται να έχει κάποιος τόσες γνώσεις. Ταυτόχρονα οι ομαδικές στο κινητό σου χτυπάνε με θέμα συζήτησης αν η Τούνη γέννησε τελικά. Έχεις ήδη πιει 4 ποτά κρατώντας επάξια τον τίτλο σου στην παρέα και φεύγεις πάντα πρώτος γιατί έχεις να πας κι αλλού. Έχεις να γυρίσεις να βγάλεις βόλτα το σκυλί σου, που τόσο αγαπάς κι όλοι το γνωρίζουν, να κάνεις δουλειές στο σπίτι -η ψυχοθεραπεία σου- να μαγειρέψεις το φαγητό που θα πάρεις αύριο στη δουλειά και να ετοιμαστείς γιατί το βράδυ έχει opening ο Αργυρός.
Λοιπόν; Στα μάτια πολλών μπορεί να φαινόμαστε άνθρωποι επιπόλαιοι, κενοί. Άνθρωποι που ακόμη αναζητούμε την ταυτότητά μας. Πράγματι, επι χρόνια προσπαθούσαμε να καταταχθούμε σε μια κατηγορία μέχρι που κατανοήσαμε πως ανήκουμε παντού και πουθενά. Μας αρέσουν όλα, τα απολαμβάνουμε όλα, είμαστε μέσα σε όλα, τα αγαπάμε πολύ και δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς κάποιο απ’ αυτά. Θα μας ονομάσω χαμαιλέοντες. Κινούμαστε προς διαφορετικές κατευθύνσεις και προσαρμοζόμαστε ανάλογα με το περιβάλλον και τη διάθεσή μας. Προσαρμοζόμαστε, δε συμβιβαζόμαστε. Ναι λοιπόν, υπάρχουμε κι εμείς που βρίσκουμε τους εαυτούς μας σε όλα κι αυτό μας καθιστά είδη προς εξαφάνιση· γι’ αυτό να μας προσέχετε και να μας αγαπάτε λίγο παραπάνω γιατί, αν εξαφανιστούμε, θα σας λείψουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου