Για την ενδοοικογενειακή βία, πολλά λέγονται και λίγα ακούγονται. Ή μήπως το αντίθετο; Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Εκείνο που μπορώ να πω με σιγουριά όμως, είναι πως την έζησα στο πετσί μου, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όλοι λένε πως ο έρωτας είναι τυφλός. Ίσως να είναι, ίσως πάλι και όχι. Σου δίνει ο άλλος δείγματα εξαρχής, τα βλέπεις τα red flags σε μικρές στιγμές σας, απλώς κάποιες φορές επιλέγεις να τα αγνοείς ή να τα θεωρείς λιγότερο σημαντικά απ’ ότι όντως είναι. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δώσεις σε εκείνα που λέγονται δήθεν στην πλάκα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, γιατί εκεί κρύβονται συχνά μεγάλες αλήθειες. Κι όσο ζεις στο ροζ συννεφάκι του έρωτα, κλείνεις τα μάτια, κι άλλοτε κάνεις ότι δε βλέπεις, άλλοτε όντως δεν μπορείς να δεις.
Ο καιρός περνά κι έχεις συνηθίσει. Καθόλου απίθανο να προκύψει και μια εγκυμοσύνη. Κάποια στιγμή αρχίζεις να βλέπεις τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου, ένα πρόσωπο που δε σου φαίνεται οικείο, όμως στην αρχή μοιάζει δύσκολο να το αποδεχτείς ή να φύγεις. Ο οξύθυμος συχνά χαρακτήρας του ξεδιπλώνεται μπροστά σου, μαζί με τα θέματα που έχει στη δουλειά ή στις κοινωνικές του επαφές. Ασχέτως, που θέλει να το παρουσιάζει πως για κάποιο ανεξήγητο λόγο αδικείται από όλους. Τότε, το ροζ συννεφάκι, αρχίζει να γίνεται γκρι και οι πρώτες αστραπές φαίνονται στον ορίζοντα.
Εντάσεις με την παραμικρή αφορμή, γιατί εσύ πήγες σούπερ μάρκετ αφού σου είπε πως θα πάει, γιατί η μάνα σου βοηθάει οικονομικά και χώνεται συνέχεια στο μεταξύ σας. Και τις σπουδές, τι τις θες; Να πας να δουλέψεις, άμεσα, όπου βρεις. Δε φτάνει μόνο ένας για να κρατηθεί ένα σπίτι.
Και φτάνει η στιγμή που πέφτει το πρώτο χαστούκι. Ακολουθεί μια δακρύβρεχτη συγγνώμη και τη συνέχεια τη γνωρίζουν όλοι. Κάθε φορά είναι κι η τελευταία. Τι γίνεται όμως, όταν το χαστούκι γίνεται γροθιά σε άλλα σημεία του σώματος και καταλήγεις το λιγότερο με μια μελανιά, το περισσότερο στα επείγοντα; Λες θα φύγεις. Αλλά πού να πας; Χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, χωρίς πτυχίο; Άσε που τι θα πει ο κόσμος…
Και κάπως έτσι πέρασαν δύο χρόνια, με φωνές και τσακωμούς που άκουγε όλη η γειτονιά, αλλά ποτέ δε μίλησε κανείς. Όταν σε απειλεί με μαχαίρι και φωνάζεις βοήθεια, κανείς δε σε βοηθά. Αν πεις όμως να βγεις απ’ το σπίτι, η γλώσσα πάει ροδάνι. Λες πως θα φύγεις, κι ας μην έχεις τίποτα στα χέρια σου πέρα από τις μελανιές που σου άφησε. Στα κομμάτια κι ο κόσμος, στα κομμάτια η κοινωνία που σιωπά. Κανείς δεν υποφέρει μαζί σου, παρά μόνο εσύ. Πολλοί θα σου πουν ότι καλύτερα να μείνεις για το παιδί. Ότι είναι δηλαδή προτιμότερο ένα παιδί να μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον αρρωστημένο για να μην τους χαλάσεις αυτούς την αισθητική;
Όχι. Και πάλι όχι. Ανέχτηκες πολλά. Φτάνει. Η δύναμη σου ξυπνά, ο κατακρεουργημένος σου εαυτός επαναστατεί. Θυμάσαι εκείνα τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό σου και τα πάντα θολώνουν γύρω σου. Κι όμως ο τσαμπουκάς σου που σε κρατούσε στη ζωή, μπορεί να θα σε κρατήσει και τώρα. Να φύγεις από τον άνθρωπο που έχεις δίπλα σου, όχι από τη ζωή.
Πέρασαν χρόνια, το τραύμα παραμένει, όσο κι αν θες να το καμουφλάρεις. Έχεις όμως το πιο σημαντικό. Την ελευθερία σου. Για ό,τι σου έκανε, δε θα νιώσει τύψεις, -στο υπογράφω. Θα σε κατηγορεί μια ζωή στους άλλους για να δικαιολογήσει τα όσα έκανε. Κάποιοι θα του πουν μέχρι και μπράβο.
Να μη χαρίζεσαι σε κανέναν που δεν ξέρει να φέρεται και δε σου κάνει καλό.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.