Πώς θα ήταν άραγε η ζωή μας εάν τα είχαμε όλα τακτοποιημένα κι οργανωμένα σε κουτάκια; Όλα σε τάξη, χωρίς να μπορεί κανείς να διαταράξει αυτό το πρόγραμμα που έχουμε φτιάξει; Προσωπικά, δεν έχω κάτι καλύτερο, το παραδέχομαι. Τι να κάνουμε που είμαστε κι εμείς που παίρνουμε χαρά μέσα απ’ τη διαδικασία της οργάνωσης και του προγραμματισμού! Νιώθεις, ρε παιδί μου, με κάποιον τρόπο, πως έχεις τον έλεγχο σ’ ένα μικρό κομμάτι της ζωής σου, πως το ορίζεις μόνο εσύ και κανείς άλλος δεν έχει το δικαίωμα να στο πειράξει. Κι αν τολμήσει ν’ αλλάξει κάτι, ή έστω προτείνει κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που εσύ έχεις φτιάξει στο μυαλό σου, έχεις ήδη ανοίξει μια τρύπα για να κρυφτεί από την αντίδρασή σου.
Ψυχολογικά μιλώντας, μέσω του προγραμματισμού και της οργάνωσης των πάντων, ουσιαστικά ανακουφίζεσαι από το στρες της αβεβαιότητας και λαμβάνεις ικανοποίηση από την ψευδαίσθηση της σταθερότητας που ενδεχομένως δε βρίσκεις σε πολλούς τομείς της ζωής σου. Όσο κι αν ακούγεται ψυχαναγκαστικό, στην πραγματικότητα νιώθεις πως μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία αρχικά αποκτάς τον έλεγχο και νιώθεις έπειτα μια ψυχική ανάταση. Οι άνθρωποι που θέλουν να τα έχουν όλα οργανωμένα, πιστεύουν πως έτσι δίνουν μια ευκαιρία στον εαυτό τους να ζήσει καλύτερα. Θεωρούν πως η οργάνωση κι ο προγραμματισμός κάνουν τη ζωή πιο εύκολη. Αντίθετα, η έλλειψη του προγραμματισμού τους προκαλεί άγχος και στρες. Νιώθουν να είναι εντελώς αποδιοργανωμένοι κι αυτό συνεπάγεται ακόμα περισσότερο άγχος. Ωστόσο, είναι σημαντικό να μην παραλειφθεί και το γεγονός της κούρασης στην οποία οδηγούνται μέσα από την προσπάθεια να ελέγξουν τα πάντα, τόσο σωματικής αλλά κυρίως ψυχολογικής. Ένα συνεχές, μόνιμο άγχος να είναι όλα σωστά, στη θέση τους, στο πρόγραμμά τους, να μην αλλάξει κάτι τελευταία στιγμή, να μη βρεθούν προ εκπλήξεως και δεν ξέρουν πώς να το αντιμετωπίσουν και πάει λέγοντας.
Ίσως αυτή η εξουθένωση να είναι ένα καλό δείγμα πως είναι κόντρα στη φύση να ελέγχεις τα πάντα, αφού, καλώς ή κακώς, αυτή είναι η ζωή. Μας έχει αποδείξει ουκ ολίγες φορές πως δεν πρέπει να θεωρούμε κάτι δεδομένο και πως όντως -τις περισσότερες φορές- τα σχέδια, τελικά, ίσως είναι για ν’ αλλάζουν, παίρνοντας σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα την πανδημία που έφερε τα πάνω-κάτω σε κάθε πλάνο.
Κι εδώ έρχεται κι αντικρούει η πλευρά αυτών που δεν προγραμματίζουν τίποτα. Που και να κάνουν, δηλαδή, κάποιου είδους πρόγραμμα, τελευταία στιγμή θα ανατραπεί και ποτέ δε θα είναι το ίδιο με το αρχικό πλάνο. Ωστόσο, για έναν περίεργο λόγο, δεν αγχώνονται. Ή τουλάχιστον δεν το δείχνουν. Είναι χαλαροί, γιατί έτσι είναι η φύση τους. Είναι οι άνθρωποι που πιστεύουν πως κάθε τι καινούριο κι αναπάντεχο που συμβαίνει τους κάνει δυνατότερους. Είναι πρόθυμοι ν’ αντιμετωπίσουν την όποια αλλαγή, τη βλέπουν σαν μια ευκαιρία, σαν πρόκληση να δουν και να βιώσουν μια καινούρια εμπειρία. Να κερδίσουν κάτι μέσα από την προσαρμογή και να εξελιχθούν.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η στάση των ανθρώπων αυτών απέναντι σε κάποια αναποδιά που τους συμβαίνει, καθώς την αντιμετωπίζουν με μια ηρεμία, σαν όντως να μην ήταν αλλαγή, αλλά φυσική συνέπεια. Δεν τους νοιάζει τι συνέβη κι άλλαξαν τα σχέδιά τους, αλλά πώς θα λειτουργήσουν για το καλύτερο μέσα από τη νέα τροπή. Τη συνυπολογίζουν εξ αρχής σαν συνιστώσα της μεγάλης εικόνας. Κι εσύ, που τα θες όλα με τη σειρά τους όπως ακριβώς τα έχεις κανονίσει, απορείς, αλλά παράλληλα τρέφεις και κάποιου είδους σεβασμό γι’ αυτούς. Γιατί ακριβώς εσύ δεν είσαι καθόλου έτσι- πολύ θα το ήθελες, αλλά δεν είσαι.
Διάβασα κάπου στο ίντερνετ πως «όταν σχεδιάζουμε, νιώθουμε ότι έχουμε τον έλεγχο κι αυτό μας βοηθά ν’ αντιμετωπίσουμε την ανησυχία για τις συνέπειες και τ’ αποτελέσματα. Κι έτσι, συχνά, η ανάγκη να έχουμε τον έλεγχο των συνεπειών και των αποτελεσμάτων μπορεί να οδηγήσει στον υπερβολικό προγραμματισμό». Ωστόσο, έστω και τον κάνουμε, αποδίδει τελικά; Μπορούμε αναμφίβολα να δεχτούμε πόσο ωφέλιμος, γενικότερα, είναι ο προγραμματισμός για ένα άτομο και να τον θεωρήσουμε ως το χρησιμότερο όπλο του στη μάχη για την αβεβαιότητα. Χρειάζεται, όμως, πολύ μεγάλη προσοχή, ώστε να μην καταλήξει μπούμερανγκ κι αντί να διευκολύνει, εν τέλει να δυσκολεύει ακόμα περισσότερο. Οπότε, μήπως η προσαρμοστικότητα στο αναπάντεχο, να είναι αυτό πάνω στο οποίο αξίζει να δουλέψουμε;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου