«Τραγωδία στα Τέμπη». Αυτό διαβάζεις παντού, αν ανοίξεις τη σάπια τηλεόραση θα το ακούσεις κιόλας. «Τραγωδία στα Τέμπη» και «το μοιραίο λάθος του σταθμάρχη». Και ναι, είναι τραγωδία, μα όχι σύμφωνα με τον αριστοτελικό όρο γιατί δεν προμηνύεται καμία κάθαρσις στο τέλος. Ναι, είναι μοιραίο λάθος, μα δεν ξέρω αν είναι -εξ ολοκλήρου- του σταθμάρχη.

Ψάχνουμε υπεύθυνους τώρα, ψάχνουμε να βρούμε τον φταίχτη, ψάχνουμε να δείξουμε με το δάχτυλο, να ουρλιάξουμε για να εκφράσουμε την οργή μας. Καλά κάνουμε και θυμώνουμε, καλά κάνουμε και λυπόμαστε, καλά κάνουμε κι αναζητούμε κι εμείς «Τις πταίει» σαν άλλοι Τρικούπηδες, μα δεν ξέρω για σας, πάντως εγώ νιώθω πως έχω ένα μέρος της ευθύνης.

Ξέρετε, όσο κι αν πλένω μανιωδώς σήμερα τα χέρια μου, τα βλέπω λεκιασμένα. Δεν οδήγησα το τρένο πάνω στον άλλο το συρμό, δεν αποφάσισα εγώ ποιος θα περάσει και ποιος όχι, δεν είμαι εγώ αυτός που όρισε τα μέτρα ασφαλείας που πρέπει να τηρούνται, μήτε κι αυτός που έκανε τον έλεγχο. Δεν είμαι ο τύπος πίσω από ένα γραφείο που διαλέγει για τι υπάρχει budget και για τι όχι ώστε να υπάρξουν εκσυγχρονισμένα συστήματα ασφαλείας, ούτε αυτός που όρισε αυτό το ποσό αρχικά -κι αναρωτιέμαι γιατί κανείς να περιορίσει ένα ποσό που διασφαλίζει τη ζωή. Δεν είμαι ο άνθρωπος που διοικεί αυτόν τον οργανισμό, μήτε κι εκείνος που τον τοποθέτησε σ’ εκείνη τη θέση.

Είμαι όμως αυτός ο άνθρωπος που δε διαμαρτυρήθηκε όσο προφανώς θα έπρεπε. Που άφησε τη χώρα σε χέρια βρώμικα κι ανήθικα. Είμαι αυτός ο άνθρωπος που γκρίνιαξε μα δε διεκδίκησε, που κώφευσε, που είδε στο δημόσιο όταν οι υπάλληλοι εναντιώνονταν στην ιδιωτικοποίηση ένα μάτσο τεμπελχανάδες που φοβήθηκαν μη χάσουν τη «θεσούλα» τους, αντί να δει τον συμπολίτη του που ζητάει την κρατική αιγίδα σε ένα δημόσιο αγαθό: αυτό της μαζικής μεταφοράς. Είμαι κι εγώ μέρος του προβλήματος, το βλέπω, το νιώθω. Τι να λέμε;

Θα τρίψω κι άλλο τα χέρια μου, οι λεκέδες δε βγαίνουν. Τι θέλουν επιτέλους για να φύγουν; Δεν επέλεξα εγώ τις κυβερνήσεις των μεγάλων τζακιών, όμως τις ανέχομαι όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, πριν ακόμα αποκτήσω δικαίωμα ψήφου. Υπάρχω σε μια κοινωνία που βολεύεται, που δε διεκδικεί καλύτερες συνθήκες για όλους μα μόνο για «τους δικούς της». Κι όμως δεν ανήκω σ’ αυτούς, δεν τους μοιάζω μήτε κι επιθυμώ να μοιάσω στο θεριό μα αν δεν αντιδράς στο τέρας, δεν καταλήγεις να γίνεσαι αυτό;

Προσπαθώ να τα πλύνω με καυτό νερό. Ναι, είναι πλέον κατακόκκινα, μα καθαρά δεν είναι. Πώς να είναι; Όποιος ακούσια έβλαψε άλλον ξέρει πως τα χέρια του δε θα ναι ποτέ καθαρά. Κι εγώ, χωρίς να το θέλω έβλαψα. Χωρίς να το θέλω, πάνω στη σιωπή μου, πάνω στην ελλιπή μου αντίδραση ήρθαν και θέριεψαν οι ανήθικοι. Ήρθαν κι ορθώθηκαν αυτοί που μετράνε μόνο χρήματα, ποτέ ζωές. Ποτέ εσένα κι εμένα. Μόνο το κέρδος. Και τώρα, ακόμα κι αν τα δικά τους χέρια είναι πολύ πιο βρώμικα απ’ τα δικά μου, τα δίνουν ο ένας στον άλλον και κάνουν κι άλλες συμφωνίες.

Και σ’ εκείνους που έχασαν ανθρώπους, σε εκείνους που δίνουν μάχη να μην υποκύψουν στα τραύματά τους, σε εκείνους που από τύχη επέζησαν, μια ειλικρινή συγγνώμη κανείς τους δε θα πει. Αντ’ αυτού θα προσπαθήσουν να κάνουν σύντομα μια ακόμα συμφωνία εξαναγκάζοντάς τους στη σιωπή. Κάποιοι θα χρησιμοποιήσουν τον πόνο τους για ίδιον όφελος κι άλλοι, δήθεν θλιμμένοι θα ενοχληθούν από την όποια τους αντίδραση. Κι εσύ κι εγώ θα είμαστε λίγο πιο λερωμένοι. Γιατί τόσα χρόνια δε μάθαμε τίποτα από την ιστορία μας. Γιατί για να έρθει η κάθαρσις πρέπει ο ήρωας να τιμωρηθεί, πρέπει τα πάθη να γίνουν αρετές, κι εμείς μόνο ενάρετοι δεν είμαστε και δεν ξέρω πια τι στα κομμάτια θα χρειαστεί για να γίνουμε.

Γι’ αυτό δε βγαίνουν οι λεκέδες απ’ τα χέρια μας. Γιατί δε φτάνει το νερό να μας ξεπλύνει. Θέλει φωτιά και θειάφι, θέλει να μυρίσει ο αέρας λίγο μπαρούτι, θέλει να εξαναγκαστούν κι οι ασυνείδητοι στην ευσυνειδησία και θέλει να είμαστε μαζί σ’ αυτό. Πρέπει να δούμε στους καθρέφτες μας τους φταίχτες και να χαμηλώσουμε το βλέμμα. Ίσως πρέπει κι εγώ να αποδεχτώ πως τα χέρια μου θα είναι πια για πάντα λερωμένα.

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Σουζάνα Ντεζούκι
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου