Από άγνωστοι γνωστοί, από γνωστοί φίλοι, από φίλοι κολλητοί, από κολλητοί αδέρφια. Τόσο κλισέ, τόσο συνηθισμένο όσο κι αληθινό. Είναι μια σειρά που ποτέ δεν μπορείς να εντοπίσεις την ακριβή σου θέση σε αυτή με έναν άνθρωπο. Ποια ήταν η μέρα που αντί να πεις «ναι τον ξέρω» είπες «είμαστε φίλοι»; Δε θυμάσαι και ούτε πρόκειται να θυμηθείς. Δεν ήταν ένα συγκεκριμένο πράγμα που έγινε και το είπες, ήταν το σύνολο των μικρών, σχεδόν αμελητέων, πράξεων που σε οδήγησαν στο να χρησιμοποιείς τον όρο «φίλος». Έναν όρο ιερό και σπάνιο, που όμως έχει χάσει την ουσία του σε ένα πλήθος επιφανειακών ανθρώπων, συμφεροντολόγων. Ο φίλος, από αυτούς που αξίζουν τον τίτλο τους, δεν έχει να κερδίσει τίποτα από εσένα, ούτε εσύ αντίστοιχα. Κερδίζετε μαζί.
Κάνε μου μια χάρη και φέρε στο μυαλό σου τον φίλο σου, και θα το κάνω και εγώ. Το φίλο που βάζεις το χέρι στη φωτιά, όχι αυτόν που γνώρισες πριν 6 μήνες κι είστε αχώριστοι και περνάτε τέλεια. Τον άλλο φίλο. Αυτόν που σου σκούπισε από το πρόσωπο τα δάκρυα που, εκείνη την ίδια στιγμή, σου το έσκιζαν. Αυτόν που σε αγκάλιασε όταν του είπες «δε χρειάζομαι αγκαλιές μωρέ όλα καλά». Από αυτές τις αγκαλιές που κρατάνε λίγο παραπάνω και τις νιώθεις. Αυτόν που είναι εκεί πιο πολύ στα δύσκολα παρά στα εύκολα, γιατί έτσι θέλει. Να κάνει τα δύσκολα, εύκολα. Κι ας μην το καταφέρνει πάντα, είναι εκεί να μοιραστεί τον πόνο σου. Είτε τον καταλαβαίνει είτε όχι, τον σέβεται πάντα.
Είναι εκείνος ο φίλος που στις καλύτερες αναμνήσεις που έχεις να θυμάσαι, είναι από τα βασικά πρόσωπα, αν όχι και το βασικότερο, αν όχι και το μοναδικό. Δε χρειάζεστε ολόκληρη παρέα για να περάσετε καλά, το έχετε ήδη βρει. Έχετε ακόμα και τα δικά σας «έθιμα». «Πάμε σινεμά να δούμε χάλια ταινίες;». Ένα αστείο που ξεκίνησε και κατέληξε ανάγκη. Και τώρα όποτε πας σινεμά, κρατάς τη θέση δίπλα σου. «Ετοιμάσου πάμε ένα Ναύπλιο» στις 21:00. Και τώρα κοιτάς πίσω και σκέφτεσαι πως ήταν το πιο αυθόρμητο και το πιο αναγκαίο road trip. Είχες καιρό να γελάσεις τόσο, και τώρα που τα σκέφτεσαι, ακόμη χαμογελάς.
Ακόμα κι ένα σπίτι άδειο και γκρίζο, μέσα στη σιωπή σας, μ’ εσάς αφοσιωμένους στα κινητά σας, είναι αρκετό. Είναι σαν η αύρα του ενός και του άλλου να ενώνει χρώματα. Είναι σπουδαίο πράγμα αυτό. Να μιλάς δίχως λέξεις. Επειδή απλά ξέρεις. Ξέρεις πως όταν δεις αυτό το μήνυμα «κοιμάσαι;» τα ξημερώματα και σε μέρα εργάσιμη, ότι τίποτα δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι. Κι αντί να ρωτήσεις τι έγινε, περιμένεις λίγο και απαντάς. «Σε δέκα κατέβα». Μια βουβή βόλτα με το αμάξι. Δεν ανταλλάζετε κουβέντα σε όλη τη διαδρομή και τα έχετε πει όλα.
Φιλία όμως δεν είναι μόνο τα όσα κάνει για εσένα. Είναι τα όσα κάνεις κι εσύ, όχι επειδή πρέπει, ούτε καν επειδή θέλεις. Επειδή νιώθεις. Νιώθεις να χαρίζεις χρόνο κι ενέργεια. Νιώθεις να γελάς αληθινά, να κλαις αληθινά με τις χαρές και τις λύπες του αντίστοιχα. Νιώθεις το δάκρυ που κυλάει στο μάγουλό σου όταν τον βλέπεις να πετυχαίνει. Πόσο το άξιζε. Νιώθεις να είσαι πάντα εκεί, είτε χρειάζεται είτε όχι. Ορκίστηκες κρυφά στον εαυτό σου το «είμαι ένα τηλέφωνο μακριά» και του το έδωσες. Νιώθεις τον άδειο χώρο όταν δεν είναι εκεί, την κενή παρέα, την ξενέρωτη. Αυτή που δε σε νιώθει και δεν την νιώθεις κι εσύ. Αν δεν είναι ο φίλος σου, δεν είσαι εσύ.
Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον φίλο. Τον κολλητό αυτόν. Εκείνον που όποτε σε βλέπουν έξω μόνο θα ρωτάνε, σχεδόν αυτόματα, «που είναι ο άλλος;». Κρίμα σε όποιον χαρίζει τέτοιο τίτλο σε ανθρώπους που δεν το αξίζουν να τον περπατήσουν. Οι φίλοι δεν είναι απλώς άνθρωποι. Οι φίλοι είναι ψυχές, που η μια γιατρεύει την άλλη. Μια τέτοια ψυχή σου εύχομαι να βρεις, όπως τη βρήκα εγώ και την έκανα σπίτι και καταφύγιό μου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου