Όσοι μεγαλώσαμε τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, στο άκουσμα του ονόματος Νίκος Πορτοκάλογλου φέρνουμε την εικόνα ενός ρομαντικού ροκά που συντρόφευε τις εφηβικές μας νύχτες με τη βελούδινη φωνή και την κιθάρα του. Κασέτες των «Φατμέ» υπήρχαν σχεδόν σε όλα τα σπίτια και τα αυτοκίνητα της εποχής. Αλλά κι οι νεότεροι, μέσα στη μακροχρόνια πορεία του, έχουν εντοπίσει το μοναδικό χάρισμά του. Με καταγωγή από τον Βόλο, ο Νίκος Πορτοκάλογλου αποτελεί μια από τις πιο ποιοτικές φωνές και προσωπικότητες που έχει να επιδείξει η ελληνική μουσική σκηνή.
Ξεκινώντας την πορεία του με το συγκρότημα Φατμέ, το 1981, μας χάρισε τραγούδια όπως «Η αγάπη ίσως ξέρει» σε συνεργασία με, εξίσου, σημαντικούς καλλιτέχνες όπως η Χάρις Αλεξίου κι η Αφροδίτη Μάνου, αλλά και το μοναδικό «Ταξίδι» του. Από το 1990, ξεκίνησε η προσωπική του δισκογραφία και συνέχισε να παράγει αριστουργήματα που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε σιγοτραγουδήσει ερωτευμένοι, σε περιόδους μελαγχολίας ή με μια αισιόδοξη διάθεση. Το ρεπερτόριό του διαθέτει, άλλωστε, όλη αυτή την παλέτα συναισθημάτων.
Τραγούδια του Νίκου Πορτοκάλογλου έχουν ντύσει κινηματογραφικές παραγωγές, ενώ ο ίδιος έχει συμμετάσχει και σε συλλογές συναδέλφων του. Τα δύο τελευταία χρόνια, με τη χαρακτηριστική σεμνότητα που τον διακρίνει, παρουσιάζει, μαζί με την Ρένα Μόρφη, την εκπομπή «Μουσικό Κουτί» στην κρατική τηλεόραση, αποδεικνύοντάς μας την ικανότητα που έχει να προσεγγίζει τους καλεσμένους του με μια ζεστασιά που σε κάνει να νιώθεις ότι κάθεσαι μαζί τους στο σαλόνι σου. Κολλητός φίλος του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, είχε δηλώσει συγκινημένος το κενό που ένιωσε με την απώλειά του.
Η μοναδικότητά του και το γεγονός ότι μας αγγίζει βαθιά με τα τραγούδια του προέρχεται από το ότι γράφει βάσει αυτών που νιώθει. Όπως λέει κι ο ίδιος: «δε γίνεται να γράφεις με άλλον τρόπο». Σαν μαθητής, την περίοδο της Χούντας, είχε δημιουργήσει την εικόνα ενός αόρατου ανθρώπου, που στο πρόσωπό του δεν έβλεπες κανένα συναίσθημα. Θυμάται, στο protothema.gr να του μετρούν το μήκος των μαλλιών του στο σχολείο με τον χάρακα, ως το πιο ταπεινωτικό πράγμα που έχει ζήσει ποτέ. Στη μνήμη του, η ζωή την περίοδο της Δικτατορίας έχει καταγραφεί ως μια συνεχής καταπίεση που, μάλλον, τον οδήγησε ασυνείδητα, στο να τα κρατάει όλα μέσα του. Διέξοδο βρήκε στο γράψιμο και στη μουσική. Εκεί μπορούσε να εκφράζει ελεύθερα ό,τι σκεφτόταν. Μετά από παρότρυνση των γονιών του έδωσε εξετάσεις για να μπει στην αρχιτεκτονική. Απέτυχε, γιατί ποτέ δε θέλησε να σπουδάσει κάτι τέτοιο. Παρ’ όλα αυτά, για κάποιο διάστημα πήγε σε συγγενείς του στις Βρυξέλλες, για να σπουδάσει σε σχολή καλών τεχνών. Το διάστημα εκείνο ταξίδεψε στην Ευρώπη, αλλά οργάνωνε και την επιστροφή του με στόχο τη δημιουργία του δικού του μουσικού συγκροτήματος. Γύρισε γρήγορα, παρέα με άλλο ιδρυτικό μέλος των μελλοντικών «Φατμέ».
Μετά το σχολείο, ξεκίνησε να εργάζεται σε λαϊκά προγράμματα, παίζοντας κιθάρα με μεγάλους τραγουδιστές της εποχής εκείνης. Το πρώτο λαϊκό μαγαζί που δούλεψε ήταν τεράστιο σχολείο, όπως λέει. Ταυτόχρονα, συνέχιζε ν’ ακούει τη μουσική που αγαπούσε, τη ροκ και τους Socrates. Η πορεία του σε λαϊκά προγράμματα δεν κράτησε πολύ. Κάνοντας μαθήματα κιθάρας σε μικρά παιδιά, μπόρεσε ν’ αποκτήσει μια οικονομική αυτονομία και να οργανώσει τους «Φατμέ» με τους παιδικούς του φίλους. Το όνομα «Φατμέ» προήλθε από χαρακτήρα σε κάποιο θεατρικό έργο στο οποίο συμμετείχαν όλοι.
Ο Νίκος Πορτοκάλολγου χαμογελά σεμνά όταν του κάνουν κάποια φιλοφρόνηση, έχει προσωπική ζωή για την οποία γνωρίζουμε ελάχιστα και δεν αναλώνεται σε δημοσιοσχετίστικες κενότητες. Στις λίγες συνεντεύξεις που παραχωρεί, είναι ευγενικός κι ευθύς, μιλάει για τα συναισθήματά του και δεν καταφέρεται με εμπάθεια εναντίον κανενός. Είναι ένας γλυκός άνθρωπος, με βαθιά κατανόηση των καταστάσεων κι εκφράζει τις ανησυχίες και τα συναισθήματά του μέσα από τα τραγούδια του. Τα τραγούδια αυτά που ξεμπλέκουν όσα έχουμε μέσα στο κεφάλι μας, που δηλώνουν όσα θέλουμε να πούμε και δε βρίσκουμε τον τρόπο ή το θάρρος.
Ο Πορτοκάλογλου είναι ο γλυκός μπαμπάς στην αγκαλιά του οποίου θέλουμε να χωθούμε, είναι ο καλός φίλος που θα γουστάραμε να πίνουμε ποτά μαζί του μέχρι το πρωί, είναι ο επαγγελματίας που θα χαιρόμασταν να δουλεύουμε μαζί του, είναι μια ανάσα στον κουβά με τη λάσπη που έχει βουλιάξει η σημερινή τηλεόραση. Αντιπροσωπεύει έναv ρομαντισμό και μια ποιότητα που έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ γιατί μας θυμίζει ότι μέσα σ’ όλα αυτά που ζούμε, μπορεί να υπάρχει η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Ότι μπορεί να υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που δε φοβούνται να νιώσουν και να ερωτευθούν. Και να το πουν. Απόψε, στα «Νούμερα», μας τραγουδάει και μας ταξιδεύει σ’ έναν κόσμο που μόνο εκείνος μπορεί να φτιάξει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου