Η Ελληνική Ιστορία έχει καταγράψει σχεδόν όλες τις μεγάλες καταστροφές -φυσικές και μη-, σημειώνοντας παράλληλα όσα έχουν προκύψει από έρευνες με το πέρασμα των χρόνων. Εκτός από τις πολεμικές συρράξεις, που αναπόφευκτα είχαν καταστροφικές συνέπειες για όλες τις εθνότητες που ζούσαν στη χώρα, υπήρξαν και συμβάντα που στιγμάτισαν και στοίχειωσαν τις ζωές των ανθρώπων. Κάποια από αυτά οφείλονται σε φυσικές καταστροφές, όπως ο τριπλός σεισμός το 1953 στα Ιόνια νησιά και ο σεισμός 7,5R στην Αμοργό το 1956 που κατέστρεψε με τσουνάμι τη Σαντορίνη. Κάποια όμως συμβάντα καταγράφηκαν με υπαίτιο τον ανθρώπινο παράγοντα, όπως η μεγάλη φωτιά της Θεσσαλονίκης το 1917. Παρ’ όλο που η πόλη βίωσε το αδυσώπητο χτύπημα του Εγκέλαδου το 1978, η μεγάλη φωτιά τον Αύγουστο του 1917 ήταν αυτή που άλλαξε συθέμελα την εικόνα της Συμπρωτεύουσας.
Η Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή είχε μόλις 5 χρόνια που είχε απελευθερωθεί και μετρούσε τις πληγές που άφησαν πάνω της οι πόλεμοι. Ήταν μια μεγάλη πολυπολιτισμική κοινωνία που εκτός από ορθόδοξους και μουσουλμάνους, στα σοκάκια της μεγάλωναν πολλές γενιές Εβραίων, Βουλγάρων και άλλων βαλκανικών λαών. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, οι δυνάμεις της Αντάντ είχαν στρατοπεδεύσει στην πόλη με Βρετανούς και Γάλλους στρατιώτες. Ο λόγος της συσσώρευσης τόσων πολλών εθνοτήτων ήταν η ανάπτυξη του εμπορίου μέσα από το λιμάνι της πόλης -εκείνη την εποχή ήταν από τα μεγαλύτερα.
Το απόγευμα του Σαββάτου της 5ης Αυγούστου 1917 -με το παλιό ημερολόγιο- ξεκίνησε μια φωτιά από ένα προσφυγικό σπίτι στην οδό Ολυμπιάδος 3 στη συνοικία Μεβλανέ, κοντά στην πλατεία Χορ-Χορ -νυν πλατεία Μουσχουντή. Αυτό έδειξαν οι δικαστικές έρευνες μετά την πυρκαγιά. Η φωτιά ξεκίνησε από μια σπίθα σε έναν στάβλο με άχυρα και άρχισε να καίει ό,τι έβρισκε στο διάβα της. Τον κίνδυνο ανακοίνωσε με κανονιοβολισμό ο Πύργος του Τριγωνίου -Πύργος Αλύσεως στην Άνω Πόλη- αλλά η έλλειψη νερού και σωστικών μέσων βοήθησε τη φωτιά να επεκταθεί.
Αυτό όμως που δυνάμωνε τη φωτιά ώρα με την ώρα ήταν ο Βαρδάρης. Δικαίως ονομάστηκε «Ο πύρινος Βαρδάρης» καθώς έκαψε πάνω από 9500 οικήματα σε έκταση 1.000.000 τ.μ. Ανάμεσά τους εκκλησίες -όπως ο Άγιος Δημήτριος-, το Δημαρχείο της πόλης, το Ταχυδρομείο, το Τηλεγραφείο, η Εθνική Τράπεζα, το Σαατλί Τζαμί και αρκετές συναγωγές Εβραίων. Οι οδοί Αγίου Δημητρίου, Λέοντος Σοφού, Εθνικής Αμύνης και η Λεωφόρος Νίκης έγιναν στην κυριολεξία στάχτη. Η επέμβαση των συμμαχικών στρατευμάτων κατάφερε να σταματήσει την επέλαση της πύρινης λαίλαπας μπροστά στον Λευκό Πύργο το βράδυ της 6ης Αυγούστου -19 Αυγούστου έγραφε το νέο ημερολόγιο. Τι ήταν αυτό όμως που έφταιξε και εξαπλώθηκε η φωτιά σε τόσο μεγάλη έκταση;
Η Θεσσαλονίκη θεωρούνταν πυρόπληκτη πόλη, καθώς είχε ζήσει άλλη μία μεγάλη πυρκαγιά το 1890, μόνο που εκείνη δεν άφησε τόσο μεγάλες ζημιές. Το βασικό της πρόβλημα ήταν ότι εκείνα τα χρόνια δεν είχε ρυμοτομικό σχέδιο. Καθένας έχτιζε όπου ήθελε -και ένα οίκημα ακόμα παραδίπλα για να το δώσει προίκα στα παιδιά του. Το αποτέλεσμα ήταν να χτίζει ο ένας σχεδόν δίπλα στον άλλο και οι δρόμοι ανάμεσα στα σπίτια να έχουν το πολύ 1-1,5 μέτρο φάρδος. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν ήταν κυρίως το ξύλο, ενώ για φωτισμό και μαγείρεμα είχαν ήδη αρχίσει να χρησιμοποιούν πετρέλαιο. Σχεδόν κάθε σπίτι είχε στο ισόγειο στάβλο με άχυρα και κάπως έτσι μια σπίθα έδωσε τη φωτιά. Επιπλέον, υπήρχε μεγάλη ανομβρία στην περιοχή, καθώς τα συμμαχικά στρατεύματα είχαν δεσμεύσει τις παροχές νερού για τα στρατόπεδά τους. Πυροσβεστική υπηρεσία δεν υπήρχε, παρά μόνο ιδιωτικές πυροσβεστικές εταιρείες που λειτουργούσαν υπό την αιγίδα ασφαλιστικών εταιρειών.
Όλοι αυτοί οι λόγοι συνέβαλαν στο να εξαπλωθεί η φωτιά, καθώς χωρίς νερό και βοήθεια κάθε οικογένεια άφηνε το σπίτι στο έρμαιο των φλογών και έτρεχε να σωθεί. Οι ιδιώτες πυροσβέστες βοηθούσαν μόνο όσους είχαν πελάτες και τα στρατεύματα λόγω έλλειψης μέσων γκρέμιζαν ετοιμόρροπα κτίρια για να εμποδίσουν τη φωτιά να πάει και σε άλλα σπίτια. Πριν μερικά χρόνια σε μια ιταλική αρχειοθήκη βρέθηκε ένα αμοντάριστο βίντεο της ταινιοθήκης του Σερβικού στρατού, όπου βλέπουμε για πρώτη φορά εικόνες από τη βιβλική αυτή καταστροφή και τον κόσμο της Θεσσαλονίκης που έτρεχε πανικόβλητος στην παραλία για να σωθεί από τη φωτιά κοντά στη θάλασσα. Κάνεις όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταλάβει τη μεγάλη καταστροφή και την έκταση των ζημιών.
Σε μια τέτοια αλλοφροσύνη της στιγμής δεν έλειψαν οι δωροδοκίες και τα πλιάτσικα. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι στρατιώτες κλήθηκαν για να βοηθήσουν τους πυρόπληκτους. Από μαρτυρίες της εποχής, αναφέρονται ότι οι Βρετανοί βοήθησαν με αυταπάρνηση όπου χρειάστηκε να βοηθήσουν. Αντίθετα, Γάλλοι στρατιώτες ζητούσαν χρηματικά «δωράκια» από τους κατοίκους για να τους μεταφέρουν σε ασφαλή σημεία, ενώ κάποιοι από αυτούς εμπόδιζαν τους κατοίκους να μπουν στα σπίτια τους, προκειμένου να κάνουν το πλιάτσικο με την ησυχία τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση δύο Γάλλων στρατιωτών, που πιάστηκαν να πουλάνε αντικείμενα που έκλεψαν από σπίτια στο κέντρο της πόλης και εκτελέστηκαν επί τόπου από τον Γάλλο Στρατηγό Sarrail. Ο ιδιόρρυθμος αυτός στρατιωτικός δε δέχτηκε να κόψει την υδροδότηση του γαλλικού στρατοπέδου, προκειμένου να μπορέσουν να σβήσουν τη φωτιά πιο γρήγορα.
Παρ’ όλη την έκταση της καταστροφής δεν έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα ανθρώπινες απώλειες από την πυρκαγιά. Πιθανόν να υπήρξαν θύματα, τα οποία λόγω της εποχής και λόγω της έλλειψης δημόσιων δομών δεν έχουν καταγράφει επίσημα μέχρι σήμερα σε κάποιο αρχείο. Οι πυρόπληκτοι ξεπέρασαν τους 70.000, από τους οποίους σχεδόν 50.000 ήταν Εβραίοι. Όπως ήταν αναμενόμενο μετά το τέλος της καταστροφής ξεκίνησαν κάποιες διαδικασίες αποκατάστασης και περίθαλψης των πυροπαθών. Θα φανεί ίσως ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά η κυβέρνηση της εποχής λειτούργησε γρήγορα και υπεύθυνα σε σχέση με τις δυνατότητές της και τις δημόσιες αρχές τότε.
Σε λιγότερο από μία εβδομάδα μετά το τέλος της πυρκαγιάς ξεκίνησαν να τακτοποιούνται οι άστεγοι σε σκηνές και σε δημόσια κτίρια, σε σχολεία και εκκλησίες, σε αγορές όπως η αγορά Καράσσο και το εργοστάσιο Αλλατίνι, ενώ στήθηκαν καταυλισμοί, όπως αυτός στη συνοικία Κάμπελ της Καλαμαριάς, όπου συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός οικογενειών Εβραίων. Επίσης, γρήγορα κινήθηκε ο Βενιζέλος ως προς την άμεση ανάπτυξη ενός ρυμοτομικού σχεδίου για την πόλη, όπου θα έδινε στη Θεσσαλονίκη έναν πιο δυτικό αέρα. Τέσσερεις μέρες μετά την πυρκαγιά δήλωσε σε Γάλλους δημοσιογράφους ότι αυτή η φωτιά ήταν δώρο Θεού για την πόλη, προκειμένου να μεταμορφωθεί σε μια νέα δυτικού τύπου πόλη και να αξιοποιηθεί το εμπορικό της λιμάνι. Αυτά όμως τα είπε, αγνοώντας το κόστος των ζημιών και το πλήθος των ανθρώπων που έχασαν τους κόπους μιας ζωής.
Η εντολή δόθηκε στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου -τότε Υπουργό Συγκοινωνιών- να υλοποιηθεί αμέσως αυτό το σχέδιο και σε συνεργασία με τον Ερνέστο Εμπράρ -Γάλλο αρχιτέκτονα που κατέγραφε τα ρωμαϊκά μνημεία της πόλης- ετοιμάστηκε το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο της Θεσσαλονίκης. Το σχέδιο του Εμπράρ δεν ακολουθήθηκε ακριβώς -όπως είχε σχεδιαστεί αρχικά-, αλλά η Θεσσαλονίκη απέκτησε άλλο χαρακτήρα και μετατράπηκε από μία οθωμανική πολιτεία με επιρροές της Ανατολής σε μία σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη με στοιχεία της Δύσης. Να σημειώσουμε ότι στο σχέδιο αυτό του Εμπράρ υπήρχε και σχέδιο ανάπτυξης και δημιουργίας υπόγειας συγκοινωνίας στην πόλη -το πολύπαθο μέχρι σήμερα Μετρό της Θεσσαλονίκης- που θα ένωνε Βαρδάρη με Ντεπώ.
Ο τύπος της εποχής χαρακτήρισε την καταστροφή της Θεσσαλονίκης ως μία «νέα Πομπηία», καθώς οι ζημιές ξεπερνούσαν τα 8.000.000 χρυσές λίρες -με σημερινές τιμές μιλάμε για κοντά 2,5 δις ευρώ. Οι ασφαλιστικές εταιρείες θεώρησαν ότι ήταν εμπρησμός, μάλλον ασφαλιστική απάτη. Η έρευνα όμως έφερε στο δικαστήριο δύο γυναίκες, που εξ’ αμελείας δεν πρόσεξαν και την ώρα που μαγείρευαν κάποιες σπίθες άναψαν φωτιά. «Ολίγοι σπινθήρες εκ της πυράς ενός μαγειρείου, πεσόντες επί σωρού χόρτου» απεφάνθη η δικαιοσύνη και η αποζημίωση άγγιξε τα 4.000.000 χρυσές λίρες. Το μέγεθος αυτό των ασφαλιστικών αποζημιώσεων ήταν μία από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές καταστροφές εκείνης της χρονιάς σε παγκόσμιο επίπεδο -σύμφωνα με τους ιστορικούς.
Η ιστορία των πυροπαθών είναι λίγο πολύ γνωστή. Σύμφωνα με τις καταγραφές, υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους έφτανε τους 72500, εκ των οποίων 50000 ήταν Εβραίοι, 12500 Ορθόδοξοι χριστιανοί και 10000 μουσουλμάνοι. Κάποιες οικογένειες μεταφέρθηκαν σε Αθήνα, Βόλο και Λάρισα, ενώ όσοι μπόρεσαν έφυγαν στο εξωτερικό. Η συνοικία Κάμπελ με τους Εβραίους πυροπαθείς έγινε στόχος ακροδεξιών το 1931 -το Πογκρόμ του Κάμπελ- και οδήγησε πολλούς από αυτούς να καταφύγουν στην Παλαιστίνη. Μετά τη γερμανική Κατοχή, η πόλη -όπως και όλη η υπόλοιπη χώρα- προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της και να αποκτήσει την αίγλη του παρελθόντος. Το 1978, ο σεισμός των 6,5R το βράδυ της 20ης Ιουνίου, θα «πληγώσει» τη Θεσσαλονίκη με 49 ανθρώπινες απώλειες και τεράστιες υλικές ζημιές.
Ο πύρινος εφιάλτης θα επιστρέψει για ακόμη μια φορά, για να «τριτώσει» το κακό όπως λένε το 1986, με την έκρηξη στις δεξαμενές πετρελαίου της Jet Oil στο Καλοχώρι. Οι απανωτές εκρήξεις και οι μαύροι καπνοί που έκαναν τη μέρα νύχτα για 7 συνεχόμενες μέρες είναι κάτι που λίγοι μπορούν να ξεχάσουν. Η σκέψη όλων ήταν να μην πλησιάσει η φωτιά στη δεξαμενή αμμωνίας της «ΣΙΓΚ» που ήταν παραδίπλα, γιατί τότε ένα μεγάλο μέρος της πόλης θα σβηνόταν από τον χάρτη. Εκείνη τη μέρα, στις 24 Φεβρουαρίου 1986, ένας νεαρός μουσικός βρισκόταν στην Άνω Πόλη, εκεί σε ένα σημείο κοντά στον Πύργο Τριγωνίου, που είχε «προειδοποιήσει» τον κόσμο για τη φωτιά του 1917 με κανονιοβολισμό. Από ένα ψηλό σημείο θα παρακολουθήσει τη φωτιά στο Καλοχώρι να πλησιάζει το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Και εκεί θα εμπνευστεί και θα βγάλει 9 χρόνια μετά ένα τραγούδι «…Θα ‘μαι πάντα εγώ μες το όπλο σου σφαίρα να χτυπάς το νερό, να χτυπάς τον αέρα, να θυμάσαι ξανά όσα είχαμε κάνει, τις φωτιές στα Ντεπώ, τη φωτιά στο λιμάνι». Ήταν ο Παύλος Παυλίδης και το τραγούδι ονομάστηκε «Φωτιά στο Λιμάνι».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.