Κάνοντας βόλτα παρατηρώ τους ανθρώπους που πανικόβλητοι τρέχουν να προλάβουν όλες εκείνες τις υποχρεώσεις τους ή γυρνούν ξεθεωμένοι σπίτι κάπου στις οχτώ. Ανάμεσα στους τρελούς ρυθμούς της πόλης ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά είδη μπροστά μου. Aπ’ έξω δημιουργούνται καλοσχηματισμένες ουρές για άχρηστα πράγματα που απομακρύνουν από την αλήθεια. Βλέπεις, μπορείς να φύγεις από το σπίτι σου ξεχνώντας τα πάντα, εκτός από το κινητό σου. Πώς θα μιλήσεις, θα στείλεις μήνυμα, πώς θα κρατήσεις επαφή γλιτώνοντας την γκρίνια; Αφού, μόλις δώσεις στίγμα, μόνο τότε ηρεμείς. Λες «είμαι εντάξει, έστειλα» και συνεχίζεις το πρόγραμμά σου.
Τι γίνεται όμως τη στιγμή που το κινητό σου θα αρχίσει να ξεψυχάει από μπαταρία; Χάνεις την επικοινωνία, σκέφτεσαι, και μέχρι κι ο θεός γελάει. Βλέπεις, κάποτε, υπήρξαν κι εκείνοι που έζησαν κι ερωτεύτηκαν και διέσχισαν χιλιόμετρα για ένα μόνο βλέμμα, οι ίδιοι που αγάπησαν αδιαφορώντας αν υπάρχει κάτι μακράν καλύτερο από την επιλογή τους, στηρίζοντάς τη μέχρι το τέλος, χωρίς stories με ψεύτικες λεζάντες ευτυχίας, Κι αν είχαν έναν τρόπο επικοινωνίας θα ήταν τα γράμματα, ή αργότερα το τηλέφωνο του περιπτέρου. Σίγουρα θα έχεις ακούσει κατά καιρούς ιστορίες από τους γονείς σου που μοιάζουν βγαλμένες από παραμύθι. Η διαφορά με τις σημερινές δικές μας επικοινωνίες και συνδέσεις, όμως, είναι ότι βγήκαν αλώβητοι από τις σιωπές, την άγνοια και την αναμονή, μοιράζοντας την αλήθεια τους σε κάθε συνάντηση, σε αντίθεση με τις δικές μας που φεγγοβολούν ψέμα από την πρώτη πρόταση σε κάποιο dm.
Γίναμε εγωιστές, βλέπεις κι εύκολοι! Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ό,τι ώρα και να είναι αψηφώντας αν τσακωθήκαμε μαζί τους ή όχι θα παρατήσουν σπίτι το ρημαδιασμένο τους τηλέφωνο και θα μας χτυπήσουν την πόρτα για μια αγκαλιά; Πού είναι εκείνοι που θα ξέρουν πως τους χρειαζόμαστε πριν καν τους το πούμε και θα γίνουν βράχοι για εμάς; Που θα μας αγκαλιάσουν στους πυρετούς μας, θα μας φέρουν κάτι να φάμε, ένα παυσίπονο για τον πονοκέφαλό μας; Πού είναι εκείνοι που δεν αρκούνται σε μια φωτογραφία μας για φόντο, αν τους λείπει η μυρωδιά μας; Υπάρχουν άραγε ακόμη ή χάθηκαν σε μια άδεια μπαταρία; Κι εμείς, άραγε, είμαστε απ’ αυτούς; Αυτούς τους ντόμπρους, αληθινούς ανθρώπους, τους δυσεύρετους; Αυτούς που έκαναν το ανέφικτο εφικτό, έσπασαν το κόσμο με μια γροθιά κάνοντας θρύλαψα κάθε «δεν μπορώ»; Είμαστε απ’ αυτούς ή από τους άλλους;
Βάζουμε στόχους για νέα gadgets, με τετραπλές κάμερες για καλύτερη ανάλυση στις φωτογραφίες μας ξεχνώντας πως καμία ανάλυση δε θα γεμίσει το κενό. Σήμερα εμείς, αύριο άλλοι και πάει λέγοντας. Μηνύματα με την ιερότερη λέξη του κόσμου συνοδευόμενα από φιλάκια και καρδούλες τρικολόρε κι έναν σκασμό κλήσεις, απλώς και μόνο για να μας ακούσουν σήμερα. Αύριο θα πάνε σ’ άλλον αριθμό αποστολής ή και ταυτόχρονα σε δύο. Εύγε! Άραγε το παιδί που ήμασταν κάποτε είναι περήφανο για την κατάντια μας ή αρνείται να παραδεχτεί ότι μας ξέρει; Αυτό άραγε είχαμε ονειρευτεί;
Κάνεις δεν αδιαφορεί καταλάθος, κάνεις δεν το κάνει άθελά του. Θέλουν κι αδιαφορούν, θέλουμε και δε νοιαζόμαστε. Έλα τώρα, κάνεις δεν είναι τόσο χαζός. Ξύπνα και σταματά να σπαταλάς έστω και λίγα δευτερόλεπτα σ’ αυτούς τους άξεστους τύπους. Ξύπνα και σταμάτα να γίνεσαι ένας απ’ αυτούς. Λερώνουν τις ζωές, αφού δεν είναι ικανοί για τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτό. Και στο τέλος; Α ναι, έχει και καλύτερο η ιστορία. Στο φινάλε θα βρουν τον τρόπο να μη βρεθούν μπροστά σε ούτε μια συνέπεια. Εκθέτουν χωρίς να εκτίθενται και το κάνουν πολύ καλά. Και κάπου εκεί ανάμεσα στο χάος του τι έκανες και τι έγινε στην πραγματικότητα, βρίσκεσαι στη σιωπή σου, σε κάποια πιθανότατα μεγάλη ουρά, να περιμένεις να πάρεις κι εσύ το κινητό με την τετραπλή κάμερα. Μπίνγκο λοιπόν, καλά τα καταφέραμε όλοι.
Ζήσε για σένα και για όποιον δεν μπορεί χωρίς εσένα. Κι αν αναρωτιέσαι ποιο είναι το καλύτερο δώρο που μπορείς απλόχερα να προσφέρεις αυτό είναι ο χρόνος σου κι ένας χαλασμένος φορτιστής μη διατεθειμένος να δώσει ζωή ξανά σε μπούρδες. Γιατί, τελικά, θέλει μεγάλη προσοχή μεταξύ συρμού κι αποβάθρας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου