Σε κοιτώ και δίπλα σου στέκομαι.

Την καρδιά μου, πως έρχομαι, ακούω να σου φωνάζει.

Κλεφτές ματιές, σε γδύνω με τα μάτια μου.

Καυτές στιγμές, φαντάζομαι, μόνοι μας να εξαφανιζόμαστε.

Με πνίγει ο κόσμος, γιατί μας θέλω μόνους.

Μ’ ενοχλεί η φασαρία, γιατί θέλω μόνο τον ήχο απ’ τις ανάσες μας.

Σε κοιτώ και βουρκώνω, που δύο σπιθαμές δίπλα μου βρίσκεσαι και κάνω τον ξένο.

Στη σιωπή σού μιλούσα και πόσα «σε θέλω», θεέ μου, σου ομολόγησα.

Να κρυφτώ δεν μπορώ, ακόμα και τη μάσκα στα χέρια μου.

Με προδίδει το σώμα, με προδίδει το συναίσθημα, όλα μιλούν, όλα φωνάζουν πως θέλω εσένα.

Η μυρωδιά σου με συντρόφευε κι ήταν ο μόνος τρόπος να μου μιλήσεις.

Με τρέμουλο πόθου καθόμουν σε κοιτούσα.

Υγρή φωτιά που έτρεχε, λαχταρούσα το σώμα σου.

Κρυφά σε άκουγα και τα μάτια μου διακριτικά έκλεινα, να νιώσω τη χροιά σου.

Δε σε χορταίνω και δε σε χόρτασα ποτέ μου τόσα χρόνια.

Σαν λύκος με άγρια πείνα στέκομαι, σε κοιτώ κι ένα ουρλιαχτό θέλω να βγάλω.

Σαν πόρνη στέκομαι, να με πάρεις και μ’ έρωτα να με πληρώσεις.

Τα δάχτυλα στο στόμα μου να βάλεις και στο αυτί με πόθο, βογγητά να μου χαρίσεις.

Σε απόσταση αναπνοής στέκομαι δε μιλώ και με το ζόρι ανασαίνω.

Να σε παρασύρω λαχταρώ, να σε κλέψω, με αμηχανία γλυκιά και μια λαχτάρα άσβεστη.

Ξένους μας νομίζουν, όμως, κανείς τους δεν ξέρει τι είμαστε και τι ήμασταν πάντα.

Δύο φλόγες που έσμιξαν και πια χώρια περιμένουν ξανά να ενωθούν.

Συντάκτης: Δήμητρα Χατζηβασιλείου