«Ο Δολοφόνος πάντα επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος»: γνωστή και χιλιοειπωμένη φράση, που έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς και για πολλά. Κυριολεκτικά, μιλάμε για έναν εγκληματία που γυρνάει κι αναβιώνει το έγκλημά του. Μεταφορικά, έχει συνδεθεί μ’ έναν φταίχτη ο οποίος επιστρέφει στο θύμα του ή τη συνθήκη την οποία κατέστρεψε για ψυχολογική τέρψη ή προσπάθεια επιδιόρθωσης. Εκείνον, που μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια σχέσης, ή μια περιπέτεια μιας βραδιάς, θέλησε να επιστρέψει για να δει τα αποκαΐδια του.
Πώς ακριβώς αυτή η φράση γεννήθηκε κι έμεινε στα χρονικά να φιγουράρει σε τέτοιες περιπτώσεις, άγνωστο. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη πηγή προέλευσης, δεν υπάρχει επώνυμη ερμηνεία, ούτε διαπίστωση από κάποιο γνωστό πρόσωπο που έμεινε στην ιστορία. Είναι μια τακτική που υιοθετήθηκε κι εξηγεί οτιδήποτε συνδέεται με την επιστροφή του μεταμελημένου ή του περίεργου. Κυριολεκτικά, αφορά στη συνήθεια του δολοφόνου να επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, είτε γιατί υπάρχει φόβος πως κάτι ξέχασε να ολοκληρώσει ή πως άφησε κάποιο στίγμα, είτε επειδή συνδέεται συναισθηματικά κι έλκεται από την τοποθεσία, σαν να έχει δημιουργήσει δεσμό αίματος μαζί της.
Μέσα από αρκετές έρευνες που έχουν κατά καιρούς αναπτύξει τη σκιαγράφηση του προφίλ τους, υποστηρίζεται πως εγκληματίες οι οποίοι είναι οργανωμένοι και ψυχροί, με δείγματα σοσιοπάθειας, είναι το πιο πιθανό να επιστρέψουν στον τόπο του εγκλήματος για να ξαναζήσουν την εμπειρία του. Η επιστροφή τους, συνδέεται με τη σχέση που είχαν αναπτύξει με το θύμα και το σημείο του στυγερού εγκλήματος, που έχει δημιουργηθεί η ανάμνηση. Ωστόσο εν γένει πρόκειται για αστικό μύθο της ποπ κουλτούρας και συγγραφικό εύρημα. Άρα, περισσότερο μεταφορική βάση έχει, παρά κυριολεκτική.
Μεταφορικά λοιπόν αφορά μια πράξη αδίκου ή μια κακή κρίση που έφερε έναν χωρισμό, μια ρήξη, μια διαμάχη, όπου, αφού πια «έχει κρυώσει» σε βάθος χρόνου, έρχεται κι η κατάλληλη στιγμή για να εμφανιστεί και πάλι ο δολοφόνος, να ελέγξει την κατάσταση. Είναι η στιγμή στην οποία, δειλά και κάπως καμουφλαρισμένα θα θελήσει να δει τι άφησε πίσω του. Ορισμένες, μάλιστα, φορές, στη μεταφορική του διάσταση, δημιουργείται και η ψευδαίσθηση πως και τα ίδια τα θύματα περιμένουν τη δική τους επιστροφή. Θέλουν και ψάχνουν την επιβεβαίωση που θα ενισχύσει το ναρκισσιστικό τους προφίλ, νιώθοντας ότι είναι ακόμη αποδεχτοί, ό,τι κι αν έπραξαν. Βιώνοντας, τελικά, μέσα από την επιστροφή τους, εκείνη την υπεροχή της δύναμής τους, την επιβεβαίωση πως όλα είναι όπως πριν, παρ’ όλο που τα διέλυσαν.
Ακόμη κι αν οι συγγραφείς, όμως, οι μύθοι, ή η ίδιοι οι εγκληματολόγοι θέλησαν οι «αντί-ήρωες» να έχουν έναν πιο σύνθετο και μεταμελημένο ψυχικό κόσμο, η πραγματικότητα είναι πιο κυνική. Επιστρέφει αυτός που έχει περιέργεια να δει τι άφησε πίσω, κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με μεταμέλεια. Επομένως, οι «δολοφόνοι» των σχέσεων, οικονομικών και αισθηματικών, πάντα επιστρέφουν για να βεβαιωθούν πως το θύμα είναι εκεί και περιμένει τη δική τους επιστροφή. Επιστρέφουν γιατί μπορούν, γιατί τρέφονται από την εξουσία που γεννά το γεγονός ότι έχουν την επιλογή να το κάνουν. Εξάλλου, η επιστροφή έχει μια σαγήνη, μια δόση νοσταλγίας κι ένα «θα κάνω ό,τι θέλω» προκαλεί από μόνο του ταπείνωση. Σε τέτοιες επιστροφές, λέμε ομόφωνα κι ηχηρά όχι!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου