Πώς πάνε τα πράγματα όταν ο έρωτας σε έχει αφήσει σύξυλο; Ποια είναι η πρώτη εικόνα όταν απεγνωσμένα ψάχνουμε ν’ αποδώσουμε αιτίες γιατί -πάλι- τα πράγματα πήγαν στραβά; Ναι, καλά κατάλαβες, για ακόμη μια φορά, σκαλίζουμε τα σκοτεινά μονοπάτια, εκείνα που ενοχλούν στη σκέψη, στην ιδέα και μόνο πως υπάρχουν μέσα μας. Αλλά όσο κι αν η παρουσία τους μοιάζει με τσιμπούρι που σε εμποδίζει να δεις τη θετική πλευρά, ίσως αποτελούν τον δρόμο για να βρεις τα «γιατί» εκείνα, που έκαναν πάλι το μέσα σου να μαραζώσει. Ποιος φταίει κάθε φορά για τα συντρίμμια;
Η απάντηση ίσως είναι προφανής. Σε περιπτώσεις που καθόμαστε και σκεφτόμαστε τον λόγο που δεν έχουμε ακόμη βρει αυτό που ζηλεύουμε σε άλλα ζευγάρια, γιατί σε κάθε απόπειρα να γνωρίσουμε έναν άνθρωπο το σκηνικό μοιάζει με όλο και μεγαλύτερο φιάσκο, τα σκάγια βρίσκουν εκείνους που κάποτε ερωτευτήκαμε σαν τρελοί. Οι άνθρωποι που άλλοτε ήταν ό,τι καλύτερο μας είχε συμβεί, πλέον επίσημα έχουν την ευθύνη για την αδυναμία μας να προχωρήσουμε παρακάτω. Αστείο κι αναμενόμενο ταυτόχρονα. Αν το καλοσκεφτείς, η συγκεκριμένη τοποθέτηση αυτού του προσώπου στη θέση του φταίχτη, είναι άκρως βολική για να προσπεράσεις σε στυλ road runner τη δική σου αυτοκριτική.
Μια σχέση μπορεί να μην πετύχει γιατί δεν είναι η στιγμή σας να γίνει, γιατί ζήτησες πιο πολλά απ’ όσα πραγματικά ήσουν έτοιμος να διαχειριστείς. Μια επόμενη γνωριμία πήγε άκλαυτη γιατί απλώς δεν τραβούσε μεταξύ σας, και γιατί πρέπει επιτέλους να δεις τη μεγάλη εικόνα. Αυτή που μας πείθει για την αλληλουχία των σχέσεων, που μας δείχνει μακροπρόθεσμα γιατί κάποιοι έφυγαν πολύ νωρίς από τη ζωή μας, κι άλλοι, που ίσως δε γνωρίσαμε ακόμη, όταν έρθουν θα μείνουν, μια για πάντα. Στον απόηχο μιας πληγής, ή της δυσκολίας που μας προκαλεί η αίσθηση της μοναξιάς, είναι πιο εύκολο να στήσουμε στον τοίχο ένα πρόσωπο γνώριμο, που μας γεννά ανάμεικτα συναισθήματα και να ουρλιάξουμε “εσύ φταις για όλα”. Αυτό μου θυμίζει εκείνα τα κλάματα που έριχνα από τα νεύρα στην εφηβεία, όταν οι λέξεις δεν ήταν αρκετές να περιγράψουν το μπάχαλο στο μυαλό μου. Ανακουφιστικό, αλλά παράλογο ρε αδερφάκι μου.
Το γεγονός πως κάποτε ένιωσες παράφορο έρωτα για έναν άνθρωπο, δε σημαίνει πως θα βάλει μια γραμμή τέλους για οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα σου προκαλέσει ένα νέο σκίρτημα. Είναι άδικο και σε κάνει φυγόπονο. Φοβάσαι να δεις την αλήθεια, ν’ αντιμετωπίσεις ίσως ένα νέο χαστούκι από κάποιον που έβαλες στη ζωή σου. Προτιμάς να μείνεις στη θύμηση του πόνου ενός παλιού έρωτα, ξεσπώντας πάνω του και τις καινούργιες σου αναποδιές. Δυστυχώς το σύστημα του παλιού και δοκιμασμένου, λειτουργεί και σ’ αυτή την περίπτωση. Κι αν είμαι εγώ αυτή που φέρνει τα νέα, σου έχω και συνέχεια. Κάθε νέα ιστορία, φέρνει συνήθως και μια προσθήκη στη συμπεριφορά μας ως σύντροφοι, είτε διορθωτική, είτε πιο διεκδικητική απέναντι στα θέλω μας. Το γεγονός ότι καμιά φορά αποφεύγουμε αυτό το κομμάτι γιατί κάνουμε σαν πεντάχρονα που δεν καταλαβαίνουν την έννοια του λάθους, δε σημαίνει πως φταίει όποιος αγαπήσαμε κάποτε και πλέον δεν είμαστε μαζί του. Είμαστε μόνο εμείς κι η αδυναμία μας να βάλουμε στο τραπέζι και το δικό μας μερίδιο στην εκάστοτε αποτυχία. Δεν είναι τον Αύγουστο παχιές οι μύγες, είναι που τα κάνουμε πάνω μας αν αντιληφθούμε πως έχουμε στήσει στον τοίχο λάθος άνθρωπο- αγαπημένο κιόλας.
Η αλήθεια είναι πως όσο κάθεσαι να κλαις πάνω από χυμένο γάλα, τόσο τα πράγματα θα μένουν ίδια κι απαράλλαχτα. Κι αυτό ισχύει περισσότερο από κάθε τι, για σχέσεις που αρχίζουν και τελειώνουν. Δε φταίει πάντα ο ένας ή η μία. Μπορεί να ευθύνονται για τον πόνο, για την απόρριψη που κληθήκαμε να διαχειριστούμε. Μα για το μετά, για την επόμενη μέρα, υπεύθυνοι είμαστε μόνο εμείς κι οι πράξεις μας. Αν θες να πας μπροστά, στο φως, θα φροντίσεις ν’ αγαπήσεις ξανά και να θεραπευτείς -με βοήθεια αν χρειαστεί- χωρίς να ξεφορτώσεις τα παλιά σε νέους επισκέπτες. Αν δε βγει, θα κάτσεις να συζητήσεις πρώτα με τον εαυτό σου, θα ζυγίσεις πού σκουριάζεις και πού λάμπεις. Με το να γυρνάς το κεφάλι σε παλιές αγάπες με δακρύβρεχτο ύφος του τύπου «γιατί με κατέστρεψες;», μην περιμένεις πολλά. Η σαπουνόπερα δύσκολα γίνεται καλή νουβέλα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου