Ακόμη κι αν έχουμε μάθει να μην πιστεύουμε στα παραμύθια, σίγουρα οι περισσότεροι που έχουν δει τη σειρά «Άγγιγμα Ψυχής» έστω μια φορά στη ζωή τους, τη σειρά που μεσουράνησε την περίοδο προβολής της και εξακολουθεί να κεντρίζει το ενδιαφέρον του κοινού όσες φορές και αν έχει προβληθεί σε επανάληψη, θα σκέφτηκαν πως θέλουν να ζήσουν έναν έρωτα θυελλώδη και απαγορευμένο, σαν τον έρωτα του πατέρα Ιωάννη και της Δέσποινας, ρόλους που ενσάρκωσαν με μεγάλη επιτυχία η Θεοφανία Παπαθωμά και ο Σταύρος Ζαλμάς.
Η σειρά πραγματευόταν τον ασυνήθιστο και απαγορευμένο έρωτα μεταξύ ενός δραστήριου, γοητευτικού και πολλά υποσχόμενου αρχιμανδρίτη και μιας φοιτήτριας αγιογραφίας. Η γνωριμία τους τυχαία και ο έρωτάς τους δυνατός. Ο έρωτας αυτός είχε τα πάντα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απαγορευμένος και ανίερος, ασυνήθιστος, έντονος, μέσα σε ένα περιβάλλον ίντριγκας, σκανδάλων και αβεβαιότητας.
Εκείνος κοντά στα σαράντα του, έχοντας περάσει ταραχώδη νεανικά χρόνια που στιγματίστηκαν από τον εθισμό και τις καταχρήσεις που λίγο έλειψαν να του στερήσουν τη ζωή, έχει αφιερωθεί πλήρως στον Θεό και στο έργο του ως αρχιμανδρίτης, με όραμα να κάνει τη διαφορά τόσο στην τοπική κοινωνία των Ιωαννίνων όσο και στην προώθηση της Ορθοδοξίας γενικότερα. Ο έρωτας μπαίνει στη ζωή του σαρωτικός, κι ας αργεί να παραδεχτεί όσα νιώθει ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό. Εκείνη, από την άλλη, είναι μια νέα κοπέλα γεμάτη πάθος για τη ζωή με ταλέντο στην αγιογραφία που ονειρεύεται να ξεφύγει από την κλειστή κοινωνία του χωριού των Ιωαννίνων, στο οποίο κατοικεί με την οικογένειά της, και να ακολουθήσει τη δική της πορεία.
Από την πρώτη στιγμή που τον βλέπει, νιώθει τον κόσμο της να αλλάζει και αισθάνεται μια ακαταμάχητη έλξη προς το πρόσωπό του, η οποία δεν αργεί να γίνει φανερή και να προκαλέσει αντιδράσεις τόσο από το οικογενειακό της περιβάλλον όσο και από τον κοινωνικό περίγυρο που τους κάνει πόλεμο από την πρώτη στιγμή. Ο πόθος της για εκείνον την οδηγεί να αψηφήσει τους κοινωνικούς κανόνες, αδυνατώντας να τηρήσει ακόμη και τα προσχήματα στη μικρή κοινωνία των Ιωαννίνων όπου γνωρίστηκαν. Όταν ο Ιωάννης συνειδητοποιεί τα δικά του συναισθήματα, βιώνει έντονες εσωτερικές συγκρούσεις καθώς νιώθει πως πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην πνευματικότητα και τη σύνδεσή του με τον Θεό και σε ένα πάθος πρωτόγνωρο.
Τα συναισθήματά τους εκδηλώνονται σταδιακά, με την κορύφωση να έρχεται στην πρώτη τους νύχτα σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στη μέση του πουθενά όπου επιτέλους βιώνουν όλα όσα επιθυμούσαν για καιρό υπό τον ήχο της βροχής, σε μια σκηνή που θα θέλαμε να διαρκέσει για πάντα.
Λίγο πολύ όλοι στη ζωή μας έχουμε νιώσει κάτι δυνατό που μας έκανε να βγούμε από τη ζώνη ασφαλείας μας και να μπούμε σε μια κατάσταση που η λογική μάς φώναζε πως ήταν αδιέξοδη, μόνο και μόνο για να το ζήσουμε και όπου βγάλει. Είτε αυτό ήταν σχέση με διαφορά ηλικίας ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, είτε σχέση με δεσμευμένο άτομο, όσοι το έχουμε ζήσει, γνωρίζουμε πως το διαφορετικό είναι πάντα πιο δυνατό, καθώς σου προσφέρει εμπειρίες πρωτόγνωρες που σε βγάζουν έστω για λίγο από τη ρουτίνα και σε βάζουν στη διαδικασία να αναθεωρήσεις τη ζωή.
Στο τέλος της ιστορίας, οι ήρωες δεν κατέληξαν μαζί. Εκείνη ακολούθησε τη δική της πορεία στο χώρο της τέχνης και εκείνος αφιερώθηκε στον Θεό εγκαταλείποντας τα εγκόσμια, χωρίς ωστόσο να ξεχάσει ποτέ τη Δέσποινα, όπως φάνηκε και απ’ το βιβλίο του που ήταν αφιερωμένο σε εκείνη. Ο έρωτας αυτός, ακόμη και αν δεν είχε το happy end στο οποίο μας έχει συνηθίσει ο κινηματογράφος, ήταν σίγουρα ένας έρωτας ολοκληρωμένος γιατί άφησε το σημάδι του στους δυο ήρωες, τους έκανε να αναθεωρήσουν όσα θεωρούσαν δεδομένα και μετά το τέλος του κανείς από τους δυο δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Στην τελική, οι μεγάλοι έρωτες θα είναι πάντα αυτοί που μας βοήθησαν να εξελιχθούμε και να γίνουμε μια νέα πιο ολοκληρωμένη εκδοχή του εαυτού μας.
Μπορεί κάποιοι να πουν πως η εποχή μας δεν ευνοεί τα μεγάλα συναισθήματα, οι άνθρωποι ωστόσο πάντα θα τα έχουν ανάγκη. Κάπως έτσι, όσα χρόνια κι αν περάσουν, οι ρομαντικοί πάντα θα έχουν την ανάγκη να θυμηθούν τον έρωτα της Δέσποινας και του Ιωάννη και ας πρόκειται για την εκατοστή επανάληψη της σειράς, ακόμη κι αν ποτέ δε μάθαμε τι θα γινόταν αν αυτοί οι δυο κατέληγαν μαζί. Στην τελική, ακόμη και αν οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές, πάντα αξίζει να πάρει κανείς το ρίσκο να ζήσει ένα μεγάλο έρωτα παρά να ζει με ένα «τι θα γινόταν αν».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.