Όλοι μας, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, επιτρέπουμε σε κάποιας μορφής φόβο να επηρεάζει τη ζωή μας και να διαμορφώνει τη στάση και τη συμπεριφορά μας. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, κάποιος μπορεί να διακατέχεται από περισσότερους από έναν φόβους, κάτι που μπορεί να δρα ανασταλτικά στην όλη πορεία της ζωής του.
Ο φόβος εγκατάλειψης είναι μιας μορφής φόβος που σχετίζεται με την έντονη ανησυχία ενός ατόμου ότι αργά ή γρήγορα θα απορριφθεί από κοντινά και προσφιλή του άτομα, τα οποία θα το αφήσουν μόνο. Το άγχος αυτό, μάλιστα, μπορεί να αφορά και σε ενδεχόμενες μελλοντικές σχέσεις, καθώς το άτομο που διακατέχεται από φόβο εγκατάλειψης θεωρεί γενικά αδύνατο να δεθεί με κάποιον, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Μπορεί δε, να θεωρεί και τον ίδιο του τον εαυτό υπαίτιο γι’ αυτό, θεωρώντας τον ανίκανο να συντηρήσει μια αρμονική σχέση, οποιασδήποτε μορφής, φιλική, οικογενειακή ή προσωπική. Ιδίως στις προσωπικές του σχέσεις, ένα άτομο με φόβο εγκατάλειψης μπορεί να παραιτηθεί πλήρως από την όποια προσπάθεια, καταλήγοντας να γίνεται φίλος με κάποιον που αρχικά του κίνησε το ερωτικό ενδιαφέρον, μην τυχόν και δεν ανταποκριθεί στα συναισθήματά του, κάτι που θα τον καταρρακώσει.
Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι οι ρίζες ενός τέτοιου συναισθήματος βρίσκονται στην παιδική ηλικία και προέρχονται από ένα τραγικό ή άσχημο γεγονός που μπορεί να βιώσει κάποιος ως παιδί, όπως ο θάνατος ενός γονέα ή το διαζύγιο. Ακόμα κι οι συνεχείς εντάσεις σε μια οικογένεια, είναι σε θέση να αναπτύξουν στο παιδί τον φόβο της εγκατάλειψης. Τα άτομα που βιώνουν τον φόβο αυτό, συνηθέστερα, επιλέγουν ανθρώπους για να συνδεθούν μαζί τους οι οποίοι φέρουν χαρακτηριστικά που έχουν όλες τις προδιαγραφές για να τα εγκαταλείψουν, όπως ανθρώπους που δεν επιθυμούν μόνιμη σχέση ή είναι ασταθείς στη συμπεριφορά τους όταν αποφασίζουν να αφεθούν σε μια οποιαδήποτε σχέση. Όσοι φοβούνται την εγκατάλειψη, δηλαδή, φαίνεται ότι φέρονται βάσει μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας όπου κάθε σχέση είναι βέβαιο ότι θα τους αφήσει μόνους.
Από την άλλη, υπάρχουν κι οι περιπτώσεις εκείνων που επιλέγουν να εγκαταλείψουν πρώτοι τους άλλους, προκειμένου να αποφύγουν να μπουν οι ίδιοι στη θέση του αδικημένου. Επιπρόσθετα, διαπιστώνεται ότι μια μερίδα των ατόμων με φόβο εγκατάλειψης τείνει να είναι χειριστική, καταπιεστική έως κι εκφοβιστική στα κοντινά πρόσωπα, εξαναγκάζοντάς τα με έναν τρόπο να μείνουν μαζί τους και να διαβεβαιώνουν διαρκώς την πρόθεσή τους να το κάνουν. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται στην περίπτωση αυτή είναι διαφόρων μορφών, εξαρτώνται από την κάθε περίπτωση και μπορεί να κυμαίνονται από τις υπερβολικές παροχές -υλικές και συναισθηματικές- τους συμβιβασμούς, τις ψυχολογικές πιέσεις μέχρι και τους εκβιασμούς που καταλήγουν να ελέγχουν τη ζωή του άλλου.
Στην ουσία, όσοι φοβούνται την εγκατάλειψη, έχουν αναπτύξει εσωτερικά έναν τεράστιο μηχανισμό ανασφάλειας κι υποτίμησης του εαυτού τους. Δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τα όποια προτερήματά τους, διότι η ανασφάλεια από την οποία διακατέχονται έχει περιβάλλει σαν κουκούλι την ύπαρξή τους και δεν τους επιτρέπει να δουν έξω από αυτό. Η προέλευση αυτής της ανασφάλειας αναφέρεται και πάλι ότι προέρχεται από την παιδική ηλικία όπου, εκτός από κάποιο σοκ, το παιδί μπορεί να μην έλαβε τις απαραίτητες δόσεις αυτοπεποίθησης από την οικογένειά του. Εφόσον, λοιπόν, δεν αντιλήφθηκε την αξία της προσωπικότητάς του νωρίς, μεγαλώνοντας την απαξίωσε κι έπεισε τον εαυτό του ότι δεν αξίζει κι ότι εφόσον η οικογένειά του -η απόλυτη εστία- το απορρίπτει και το εγκαταλείπει, το ίδιο κι ακόμα πιο εύκολα θα κάνουν κι οι ξένοι.
Το να ξεπεραστεί μια τέτοιου είδους κατάσταση είναι, σαφώς, ένα σύνθετο ζήτημα, ιδίως, εάν το άτομο δε συνειδητοποιεί ή όταν αρνείται ότι διακατέχεται από φόβο εγκατάλειψης και δεν είναι δεκτικό σε οποιαδήποτε βοήθεια. Η λύση, όμως, μπορεί να προέλθει από το ίδιο, όταν αρχίσει ν’ αντιλαμβάνεται ότι διαθέτει χαρίσματα και στοιχεία που είναι ικανά να είναι ελκυστικά στους άλλους. Το κλειδί, δηλαδή, είναι η αυτοπεποίθηση η οποία πρέπει ν’ αναδυθεί από μέσα του. Σ’ αυτό, σίγουρα, δραστικός είναι ο ρόλος του ψυχολόγου, αλλά το ίδιο το άτομο είναι εκείνο που πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία και ν’ αναγνωρίσει ότι υπάρχουν ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν, ώστε να είναι σε θέση να δημιουργεί υγιείς σχέσεις με τους άλλους, χωρίς τον φόβο ότι θα τους χάσει. Και τελικά, να μπορέσει να αγαπήσει ελεύθερα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου