Η Μυγδονία ιδρύθηκε από τον μυθικό θεό Μύγδονα, γιο του θεού Άρη και της νύμφης Καλλιόπης. Ήταν αρχαία χώρα της Μακεδονικής γης και το όνομά της σήμαινε “νερότοπος.” Στα ανατολικά της αρχαίας, τότε, Μυγδονίας, στον σημερινό Δήμο Λαγκαδά του Νομού Θεσσαλονίκης, βρίσκεται μια κωμόπολη, χτισμένη σε υψόμετρο περίπου 670 μέτρων η οποία με βεβαιότητα δικαιώνει τη φήμη της εύφορης γης της κάποτε Μυγδονίας. Το όνομά της, Σοχός.

Ο τόπος αυτός στέκει υπερήφανος στους πρόποδες του όρους Βερτίσκου κι αν με ρωτούσαν τι είναι αυτό που θυμάμαι όταν κάνω εικόνα τις δικές μου αναμνήσεις από τον τόπο καταγωγής μου θα απαντούσα ανάμεσα σε πολλά άλλα, τις πολυάριθμες καστανιές και καρυδιές να ζωγραφίζουν σαν πινέλα με τα ζεστά τους χρώματα έναν υπέροχο καμβά.

Ο Σοχός απέχει 55 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη, επομένως είναι πολύ εύκολο να επισκεφτείτε το μέρος είτε με αυτοκίνητο είτε με τα συχνά δρομολόγια που εκτελούνται μέσω ΚΤΕΛ. Η πρώτη εντύπωση που θ’ αποκτήσετε με το που θα αντικρίσετε τον Σοχό ανεβαίνοντας προς τη περιοχή θα είναι εκείνη της απόλυτης ηρεμίας. Από μακριά μοιάζει όντως μ’ έναν πανέμορφο πίνακα γεμάτο διαφορετικά ζωηρά χρώματα, ειδικά κατά την περίοδο του φθινοπώρου όπου τα πάντα είναι ανθισμένα.

Ο Σοχός είναι ένας τόπος που αγαπά τις παραδόσεις και τα έθιμα. Δε θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως οι κάτοικοι ζουν στην κυριολεξία μέσα αλλά και για την παράδοση του τόπου τους. Είναι άνθρωποι περήφανοι, ήρεμοι κι η ζωή εκεί μοιάζει να κινείται σε άλλους ρυθμούς. Υγεία και καθαρό οξυγόνο, τόσο που αν περπατήσεις στα γύρω δάση, θα σε ζαλίσει προς στιγμήν και θα ξαποστάσεις σε κάποια από τις βρύσες με το γάργαρο νερό για να χορτάσεις πίνοντάς το. Θυμάμαι ακόμη τη γιαγιά μου τη Μαρίκα, επιβλητική κι όμορφη, να κατεβαίνει στη βρύση κοντά στο σπίτι με τα γκιούμια για να πάρει φρέσκο και γάργαρο νερό.

Μέσα λοιπόν στο πλαίσιο των παραδόσεων και των ξακουστών -όχι μόνο στην Ελλάδα- εθίμων του Σοχού, δυο είναι εκείνα τα οποία με σιγουριά θα πρότεινα σε κάθε επισκέπτη της περιοχής να ζήσει από κοντά. Το ένα είναι το ξακουστό έθιμο των Κουδουνοφόρων που λαμβάνει χώρα στον Σοχό κάθε Αποκριά. Το δεύτερο είναι οι Πεχλιβάνηδες και το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων που γίνεται κάθε Ιούνιο. Πάμε να τα γνωρίσουμε;

Σίγουρα θα έχετε δει αναφορές, ρεπορτάζ κι αφιερώματα στους Κουδουνοφόρους του Σοχού. Επιβλητικοί και περήφανοι, οι Κουδουνοφόροι με τις τραγόμορφες φορεσιές τους που φυλάνε για να περάσουν από γενιά σε γενιά. Θα νιώσεις δέος μπροστά τους, όταν μέσα σε κλίμα μυσταγωγίας αρχέγονης προέλευσης, ανταλλάσσουν ευχές με τους ντόπιους και τους επισκέπτες. Ο βηματισμός τους, άλλοτε αργός και σταθερός κι άλλοτε να τραντάζει τη γη με τα νταούλια και τους ζουρνάδες να δίνουν το ρυθμό. Παράλληλα η “ντουζίνα” που είναι η αρμαθιά με τα πέντε κουδούνια που φοράνε οι Κουδουνοφόροι, συμπληρώνει ηχητικά το όλο σύνολο με τον κάθε έναν τους να κρατάει στο ένα χέρι την γκλίτσα ή το σπαθί και στο άλλο ένα μπουκάλι ποτό με το οποίο κερνάει όποιον βρει στο διάβα του προς την κεντρική πλατεία. Θα δεις τους δρόμους του χωριού να γεμίζουν από χρώματα κι ήχους. Οι μεταμφιεσμένοι Κουδουνοφόροι αλωνίζουν τα σοκάκια, πατάνε στη γη με έκσταση και βήματα χορευτικά. Είναι βέβαιο πως το έθιμο του Μέριου, όπως αλλιώς ονομάζεται, θα σε παρασύρει να χορέψεις πλάι στους Σοχινούς που το αγαπάνε και το πρεσβεύουν επάξια ασχέτως φύλου κι ηλικίας.

Το δεύτερο έθιμο που σίγουρα δεν πρέπει να χάσεις είναι το πανηγύρι των Αγίων 12 Αποστόλων που γίνεται στα τέλη του Ιουνίου και διαρκεί 3 ημέρες. Η τοποθεσία είναι απόλυτα μαγευτική, το Μαράσι, που βρίσκεται λίγο πιο έξω από το χωριό στα ανατολικά του, όπου βρίσκεται και το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων. Γύρω υπάρχουν πλατάνια και καστανιές, μέσα στο πράσινο και τη φύση, ένα σημείο γεμάτο ευωδίες και θαρρείς αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Το πανηγύρι είναι από τα μεγαλύτερα των Βαλκανίων και μια από τις μεγαλύτερες παραδοσιακές γιορτές στη Βόρεια Ελλάδα.

Πέρα από την εμποροπανήγυρη όπου θα βρεις τοπικά παραδοσιακά προϊόντα κι εδέσματα, δεν πρέπει να χάσεις τους Πεχλιβάνηδες. Πρόκειται για παλαιστές από την Ελλάδα, την Τουρκία και τα Βαλκάνια οι οποίοι διαγωνίζονται σε ελεύθερη πάλη. Πήραν το όνομά τους από τη περσική λέξη “pehlevan” που σημαίνει πρωταθλητής ή ήρωας. Το θέαμα είναι απίστευτο, αφού οι Πεχλιβάνηδες παλεύουν με γυμνό το πάνω μέρος του σώματός τους φορώντας δε ένα χειροποίητο δερμάτινο παντελόνι το «κισπέτι ή κιουσπέτι» το οποίο κατασκευάζεται από δέρμα ζώων. Για να γίνει ακόμη πιο δύσκολο, αλείφουν όλο τους το σώμα με λάδι, ώστε να γλιστρούν και ν’ αποφεύγουν τον αντίπαλο. Οι παλαιστές μπαίνουν στον αγωνιστικό χώρο το λεγόμενο «αλώνι» χτυπώντας με τα χέρια τους τα γόνατά τους. Η μυσταγωγία της στιγμής είναι αισθητή, αφού σε όλη τη διάρκεια των αγώνων έμπειροι λαϊκοί οργανοπαίκτες παίζουν συγκεκριμένη μουσική με τις κινήσεις των παλαιστών να δίνουν τον ρυθμό για τις αυξομειώσεις των οργανοπαικτών. Ν’ αναφέρουμε επίσης πως η μουσική σταματά μόνο όταν υπάρξει νικητής σε κάθε αγώνα κι αυτό συμβαίνει όταν ο ένας παλαιστής καταφέρει να κάνει τον αντίπαλό του να ακουμπήσει με την πλάτη το έδαφος.

Ο Σοχός είναι αδιαμφισβήτητα ένας τόπος γεμάτος παραδόσεις που συνεχίζονται πιστά και κληροδοτούνται στις επόμενες γενιές. Έθιμα που χαρίζονται απλόχερα σε κάθε επισκέπτη, μαζί με τη φιλοξενία και το θερμό καλωσόρισμα των Σοχινών. Ένα καταφύγιο φυσικής ηρεμίας που θα καλύψει κάθε απαιτητικό επισκέπτη που το αναζητά. Για μένα, ήταν και θα είναι μια από τις αγαπημένες μου γωνιές στο χάρτη. Τα σοκάκια στα οποία έτρεχα μικρή, σακατεύοντας τα γόνατά μου κι εκείνες οι ατελείωτες συζητήσεις της γιαγιάς μου με φίλες της πίνοντας το αγαπημένο τους λικεράκι στα σκαλιστά γυάλινα μικρά ποτηράκια μιλώντας Βουλγάρικα, ώστε να μην καταλαβαίνουμε με την αδερφή μου τα σχόλια. Κι όταν αντέγραφα την κάθε της κίνηση, μου έλεγε με την αρχοντική ομορφιά και τη χάρη των γυναικών του Σοχού: «Μαρούσκα κάνε ησυχία.»

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Μαίρη Σάμου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου