Η θεωρία της προσκόλλησης εξηγεί πώς η σχέση με τους φροντιστές μας από τη νεανική / βρεφική μας ηλικία επηρεάζει τις ενήλικες κοινωνικές και διαπροσωπικές μας σχέσεις (βρείτε τους τύπους εδώ: αποφευκτικός, ασφαλής, αγχώδης κι αποδιοργανωμένος). Ένα μεγάλο ποσοστό ανικανοποίητου από τη ζωή σχετίζεται με ζητήματα ερωτικής φύσεως, μολονότι είναι απαραίτητη η συντροφικότητα κι η βαθιά συναισθηματική επαφή.
Η αγάπη είναι βεβαίως ζωτικής σημασίας, καθώς κι η πιο βασική ψυχολογική ανάγκη όπως είναι κι η ασφάλεια, η αποδοχή, η αυτονομία και η σύνδεση με άλλους ανθρώπους. Ωστόσο, οι άνθρωποι με ψυχικά τραύματα κι άλυτα προβλήματα από την παιδική ηλικία δημιουργούν ανθυγιεινές σχέσεις καθώς αναζητούν την αρχέτυπη μορφή αγάπης που δίνει ψευδώς την αίσθηση της οικειότητας, το αίσθημα δηλαδή «σαν το σπίτι», επαναλαμβάνοντας έτσι το ανθυγιεινό μοτίβο, με αποτέλεσμα τη συνεχή αναβίωση του άλυτου τραύματος. Εκτός από το θεωρητικό επίπεδο, υπάρχει φυσικά και το πρακτικό. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα μιας σχέσης ανάμεσα στους 4 τύπους προσκόλλησης;
Παρακάτω θα δούμε το πρώτο μέρος με τα 3 διάσημα ζευγάρια από γνωστές σειρές και τον τύπο προσκόλλησής τους εξηγώντας παράλληλα ρεαλιστικά τη δυναμική που υπάρχει στη σχέση:
1) Sex and the City: Carrie (αγχώδης τύπος προσκόλλησης) – Big (αποφευκτικός τύπος προσκόλλησης)
Ένα ζευγάρι που ομολογουμένως αγαπήθηκε πολύ από το ευρύ κοινό κι από το πρώτο κιόλας επεισόδιο βίωσαν άμεση έλξη. Έκτοτε προσπαθούσαν συνεχώς να ξεφύγουν αποτυχημένα ο ένας από τον άλλον. Μια σχέση που κάποιοι θα ονόμαζαν και καρμική, ενώ στην πραγματικότητα είναι μια σχέση τραύματος. Παρακολουθώντας στενά όλο το χρονικό της σχέσης, παρατηρείται ότι επαναλαμβάνεται ένας φαύλος κύκλος από ένταση, πάθος, εκρηκτικά συναισθήματα, επώδυνη έλξη, αποτυχημένη προσπάθεια για ευτυχία, πίεση, φόβο, πόνο και παθογένεια. Ο Big σαν αποφευκτικός έχει βιώσει την εγκατάλειψη και την απόρριψη, γι’ αυτό έλκεται από την Carrie που αισθάνεται βαθιά ανάγκη για σύνδεση και παράλληλα πιέζεται καθώς δυσκολεύεται να βιώσει οικειότητα και να εκφράσει ευαισθησία, ανάγκες και συναισθήματα, -κάτι που ο αγχώδης τύπος δεν μπορεί να διαχειριστεί, καθώς οδηγείται αποκλειστικά από τα συναισθήματά του-, την ώρα που ο αποφευκτικός έχει τον πλήρη έλεγχο αυτών.
Είναι μια σχέση «έλα-φύγε» διότι κι οι δύο πλευρές έρχονται αντιμέτωπες με τους μεγαλύτερους φόβους τους και συγκρούονται όταν αδυνατούν να τους αντιμετωπίσουν και να τους λύσουν. Ανάγκες δεν εκφράζονται, η επικοινωνία είναι ανύπαρκτη· τη στιγμή που ο ένας πλησιάζει, ο άλλος έχει την ανάγκη να φύγει για να «αναπνεύσει» με αποτέλεσμα να έρθει αναμενόμενα το άδοξο τέλος. Αυτή η σχέση ήταν δημιουργημένη για να αποτύχει κι αδίκως ρομαντικοποιήθηκε, γιατί δεν αποδεικνύει υγιή αγάπη, αλλά πώς το τραύμα που δεν επιλύεται καταστρέφει την ευκαιρία για ευτυχία.
2) Queen Charlotte: A Bridgerton Story: Βασίλισσα Charlotte (ασφαλής τύπος προσκόλησσης) – Βασιλιάς George (αποφευκτικός τύπος προσκόλλησης)
Η Charlotte, ως ασφαλής τύπος, έχει την ευχέρεια να επικοινωνεί τις ανάγκες της ανοιχτά και να θέτει υγιή όρια, βρίσκεται σε επαφή με τα συναισθήματά της, εκτιμά και σέβεται τον George και ζητά ισορροπία αλλά κι ειλικρινή ολοκληρωμένη αγάπη. O George σαν αποφευκτικός, στο θέαμα μεγάλων κι έντονων συναισθημάτων -είτε θετικών, είτε αρνητικών- τρομάζει, καθώς από τα πρώιμα κιόλας χρόνια ζωής του έχει μάθει πως οι ανάγκες του και τα αισθήματά του δεν έχουν αξία και βαρύτητα, με αποτέλεσμα να εσωτερικοποιούνται και να αντιμετωπίζονται μεμονωμένα ή και καθόλου. Οι ευθύνες αποποιούνται λόγω βαθιάς ανάγκης για αποφυγή οποιασδήποτε διαμάχης και η σχέση αρχίζει να φαντάζει μονόπλευρη.
Ωστόσο, η Charlotte δίνει το παράδειγμα και δείχνει με άνεση την ευάλωτη πλευρά της καθώς γνωρίζει ότι μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά της με υγιή τρόπο κι όρια και παράλληλα παρέχει τον χώρο που έχει ανάγκη ο George για να επεξεργαστεί τα συναισθήματα και τις πληροφορίες μέσα από τη σχέση, αποφεύγοντας έτσι την περίσσια πίεση και δίνοντάς του την ευκαιρία να επιλέξει την ισορροπία καθώς και τη συνειδητότητα να αντιμετωπίσει μαζί της τα εσωτερικά του τραύματα, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια πολύ δυνατή σύνδεση και μια αγάπη που γιατρεύει χωρίς να διαιωνίζει το χρόνιο τραύμα. Μια σχέση που μπορεί και θα επιτύχει, καθώς το ασφαλές άτομο δημιουργεί ένα ασφαλές περιβάλλον με εμπιστοσύνη, πίστη, βαθιά αγάπη, αποδοχή, ελευθερία κι αυτοπεποίθηση. Όλα όσα δηλαδή αποζητά ένα αποφευκτικό άτομο χωρίς όμως να γνωρίζει πώς να το ζητήσει ή αν το αξίζει.
3) Ίσως για πάντα: Sasha (αποφευκτικός τύπος προσκόλλησης) – Marcus (αποδιοργανωμένος τύπος προσκόλλησης)
Οι δύο αυτοί τύποι προσκόλλησης έχουν αρκετά κοινά μα κι αρκετές διαφορές επίσης. Η δυναμική της συγκεκριμένης συμβίωσης είναι το λιγότερο καταστροφική, καθώς βρίσκονται κι οι δύο σε κατάσταση συνεχούς πόνου και βασάνου και πυροδοτούν συνεχώς ο ένας τα τραύματα του άλλου, μετατρέποντας τη σχέση σε εμπόλεμη ζώνη κι αντί για προστατευμένη ασφαλής περιοχή, δημιουργούν ένα ναρκοπέδιο, σαν δυο ατομικές βόμβες που είναι συνεχώς έτοιμες κι ανά πάσα στιγμή θα εκραγούν επηρεάζοντας τους ίδιους, τον περίγυρό τους μα και τα κεκτημένα τους, αφήνοντας πίσω μόνο στάχτη και σκόνη. Η Sasha είναι ανεξάρτητη και φαινομενικά ισορροπημένη, απορροφημένη στους στόχους και τη ζωή που έχει δημιουργήσει για να την υπηρετεί ανάλογα με τις ανάγκες της, την ίδια στιγμή ο Marcus έχοντας και μια αγχώδη πλευρά, είναι κατά το ήμισυ όπως η σύντροφός του, μετατρέποντάς τον πιο ευάλωτο, διότι εναλλάσσεται ανάμεσα στις δυο πλευρές ανεξέλεγκτα, βιώνοντας ταυτόχρονα πίεση μα κι ανάγκη για σύνδεση. Ενώ η Sasha έχει μόνο μια πλευρά κι αρνείται πεισματικά να κάνει οποιαδήποτε αλλαγή, καθώς είναι προσκολλημένη στο μόνο πράγμα που γνώρισε ποτέ της, τη μοναξιά και τη βιώνει ηθελημένα μέσα στη σχέση, επειδή αποζητά αυτονομία κι απόλυτη ελευθερία, κάτι που δεν υφίσταται στο 100% σε μια συντροφική σχέση.
Σαν αποτέλεσμα, η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας δημιουργεί εντάσεις με έντονα ξεσπάσματα θυμού και βαριές κατηγορίες, από έλλειψη κατανόησης του εαυτού μα και του συντρόφου και των αναγκών αυτού, εκδικητική συμπεριφορά με τόση ευκολία σαν ένα παιχνίδι ping-pong. Αυτό συμβαίνει γιατί μιλούν μέσα από την κατάσταση πόνου κι όχι για τον πόνο αυτόν καθεαυτόν. Μέσα στη σχέση κι οι δυο πλευρές φαίνεται να χάνουν την προσωπική τους ταυτότητα και παράλληλα αρνούνται να κάνουν τις απαραίτητες αλλαγές για να βελτιώσουν τη σύμπλευση και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, αν δεν έρθουν σε επαφή με το τραύμα που έχει ριζώσει μέσα τους, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να λειτουργήσει η σχέση. Κανένας από τους δυο δε γνώρισε την αγάπη, την αποδοχή, την εκτίμηση κι έτσι δε γνωρίζουν πώς να την αισθανθούν, να τη ζητήσουν αλλά και πώς να τη μοιραστούν, αλλά δεν μπορούν και να σπάσουν τα δεσμά τους, επαναλαμβάνοντας τον ίδιο κύκλο της διαμάχης «σε μισώ-σ’ αγαπώ» και «φύγε-μείνε». Μια σχέση σαν αυτή θα μπορούσε να πετύχει μόνο σ’ ένα παράλληλο σύμπαν με πολλή προσπάθεια, ψυχοθεραπεία, κοινές υποχωρήσεις, ειλικρίνεια και θέληση. Δεν είναι αδύνατον, αλλά δεν είναι και εύκολο επίσης.
Οι σχέσεις δεσμού δε μας δίνουν την ολοκληρωμένη εικόνα για τις σχέσεις, απλώς μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις επιλογές μας και να μπούμε στη θέση του συντρόφου μας, ώστε ν’ αναγνωρίσουμε τα μοτίβα μας, για να υπάρξει η επιλογή γι’ αλλαγή και βελτίωση αυτών, μήπως οδηγηθούμε τελικά σε συνδέσεις κατάλληλων για εμάς σχέσεων.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου