Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Γράφει η Καλυψώ.

Σε γνώρισα την πρώτη μας μέρα στη σχολή κι ονειρευόμουν πως θα είσαι δίπλα μου μέχρι την τελευταία. Εκείνη τη μέρα περπάτησες προς το μέρος μου και μού είπες το όνομά σου ντροπαλά. Ποιος να ‘ξερε πως λίγο καιρό μετά θα σ’ αγαπήσω μ’ όλο μου είναι; Ποιος να ‘ξερε πως ακόμα πιο μετά θα είμαστε και πάλι δύο ξένοι που ξέρουν ο ένας τη γεύση του άλλου;

Βγαίναμε για ρακές, παίζαμε σε arcades, κάναμε βόλτα στην Αριστοτέλους και μαγειρεύαμε ο ένας στον άλλον φοιτητικά γεύματα με το λιτό χαρτζιλίκι μας. Γελούσαμε τόσο πολύ κι αγαπιόμασταν ακόμα περισσότερο. Μας άρεσε να κάνουμε βόλτα με τα ποδήλατα θυμάμαι και να νιώθουμε τον κρύο αέρα να μας χτυπάει στο πρόσωπο.

Εσένα σου άρεσαν οι βραδινές βόλτες κι εμένα οι πρωινές, σε πολλά ήμασταν αντίθετοι. Μα πάντα τα βρίσκαμε, τα μοιράζαμε στη μέση και κάναμε και τα δύο. Ήμασταν δίκαιοι ο ένας με τον άλλον μα και ανώριμοι σε τόσα πολλά θέματα. Είπαμε «για πάντα» πολύ νωρίς και δεσμευτήκαμε χωρίς να πρέπει. Πήραμε αποφάσεις σαν να μας κυνηγούσαν και τις μετανιώσαμε τόσο σύντομα.

Φταίγαμε κι οι δυο για πολλά -ο καθένας για διαφορετικά πράγματα. Εγώ ήμουν αγχωτική και νευρική. Εσύ μου έλεγες ψέματα για χαζούς λόγους κι επέλεγες καθημερινά να μου λες μεγάλα λόγια. Δε μου εξήγησες ποτέ πως σε κάνει η νευρικότητα μου να αισθάνεσαι. Δε σου εξήγησα ποτέ πως έχω καταλάβει ότι το παρακάνεις με τις υποσχέσεις.

Δεν κατάλαβα ποτέ ποιος ήθελε περισσότερο, ξέρω μόνο πως εγώ ήθελα πολύ. Πως επιθυμούσα το καλύτερο και για τους δύο μας και ήλπιζα σ’ αυτό με όλη μου τη δύναμη.

Όπως και να έχει ο καιρός πέρασε, εμείς μεγαλώσαμε, τα πράγματα δεν πήγαν προφανώς όπως τα θέλαμε -ή τουλάχιστον όπως εγώ τα ήθελα. Για τους δικούς σου λόγους αποφάσισες να το τελειώσεις. Για τους προφανείς λόγους αναγκάστηκα να το σεβαστώ, όσο δύσκολο κι αν μου ήταν.

Και πέρασα πολλά βράδια να κλαίω, να στεναχωριέμαι, να προβληματίζομαι. Πέρασα κι άλλα τόσα να μιλάω σε φίλους και να ζητάω βοήθεια να καταλάβω τι πήγε λάθος. Στο τέλος δέχθηκα αυτό που συνέβη κι αποφάσισα να πενθήσω στην ησυχία και την ηρεμία του σπιτιού μου, ποτέ μ’ ένα βιβλίο στο χέρι και πότε μ’ ένα ποτήρι κρασί -ανάλογα την κατάσταση και την ώρα. Κάποιες μέρες ήταν καλύτερες και κάποιες χειρότερες. Μερικές φορές ήθελα να σε πάρω τηλέφωνο κι άλλες δε με ένοιαζε, ήξερα στο κάτω-κάτω πως δε θα οδηγήσει πουθενά.

Πέρασε ο καιρός λοιπόν και συνήθισα στην απουσία σου. Συνήθισα να σε πετυχαίνω στη σχολή πότε με την παρέα σου, πότε μόνο και πότε με την καινούρια σου κοπέλα. Ξεκίνησα να εύχομαι από μέσα μου να σου έρθουν τα καλύτερα -αρκεί να πέφτω πάνω σου λιγότερο συχνά. Προχώρησα κι εγώ παρακάτω, έκανα ότι καλύτερο μπορούσα, γνώρισα κόσμο, πέρασα όμορφα και ξεχάστηκα.

Ήρθε η ώρα όμως που φεύγουμε από τη σχολή, που δε θα πέφτω πια πάνω σου, που δε θα σε πετυχαίνω στους διαδρόμους να πίνεις καφέ, να μου χαμογελάς ντροπαλά και να σκύβεις στο κεφάλι. Κι ήθελα αν το διαβάσεις αυτό, να ξέρεις πως ακόμη σ’αγαπαω, διαφορετικά μεν, αληθινά δε. Ήθελα να ξέρεις πως είμαι περήφανη για μας, γιατί ακόμα και χώρια τα καταφέραμε.

Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου