Συναντηθήκαμε πρώτη φορά στο 608, σε ώρα αιχμής. Έτσι θα λέμε σε κάποια χρόνια. Θα λέμε ότι ήταν μεσημέρι Τρίτης κι ο κόσμος δε χώραγε να ανέβει στο λεωφορείο. Εμείς ήμασταν, ο ένας στη μια πλευρά της πόρτας κι ο άλλος απέναντι ακριβώς. Για λίγα δευτερόλεπτα, ερχόμασταν κάθε φορά πιο κοντά γιατί έπρεπε ν’ ανοίξουν κι οι πόρτες. Δεν είχαμε πει κάποια κουβέντα ο ένας στον άλλον, παρά χαμογελούσαμε με τους διαλόγους που γινόντουσαν δίπλα μας, από ταλαιπωρημένους επιβάτες. Τελικά κατεβήκαμε στην ίδια στάση. Στο τέρμα. Κι εκεί σήμανε και το τέλος αυτής της σχέσης που είχα φτιάξει στο μυαλό μου.
Νομίζω θα πήγαινε κάπως έτσι:
Θα κατεβαίναμε στη στάση μας και θα μου μίλαγες, θα έλεγες κάτι έξυπνο κι απρόσμενο. Θα μιλούσαμε λίγο και θα χωριζόμασταν, αφού πρώτα όμως ανταλλάξουμε στοιχεία επικοινωνίας. Μετά από αυτό θ’ αρχίζαμε να μιλάμε με μηνύματα, αμέσως μετά με φωνητικά και τέλος κλήσεις. Ύστερα θα βγαίναμε. Θα πηγαίναμε παντού. Σε μπαράκια, πάρκα, θερινά σινεμά, σε ταβερνάκια. Κάθε μαγαζί που ανακαλύπταμε στα σόσιαλ και μας έκανε κλικ, θα το επισκεπτόμασταν. Θα συζητούσαμε για την αισθητική του μαγαζιού και θα τρώγαμε ή και πίναμε ό,τι παραγγέλναμε. Μετά θα κάναμε βόλτες πάνω-κάτω, το κέντρο της Αθήνας. Από Κεραμεικό και Γκάζι μέχρι Αναφιώτικα κι Ακρόπολη. Με τα πόδια. Γιατί με αυτό το μέσο μεταφοράς, δυο άνθρωποι γνωρίζονται πραγματικά.
Πολύ σύντομα θα δίναμε και το πρώτο μας φιλί. Καλύτερο από ό,τι φανταζόμουν. Θα μας κοβόταν η ανάσα γιατί το περιμέναμε κι οι δυο πολύ καιρό. Αργότερα θα μου έλεγες πως αυτό το φιλί το φανταζόσουν από τη μέρα που με είδες στο λεωφορείο. Αλλά ήθελες να με γνωρίσεις καλύτερα πρώτα, για να γίνει πραγματικότητα. Τότε θα σου έλεγα και ‘γω πως απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα φανταζόμουν τι θα έλεγα στους φίλους μου για σένα. Πώς θα σε περιέγραφα, πώς χαμογελούσαν τα χείλη σου στους τσακωμούς των γύρω μας, τι μου είπες πρώτη φορά, το άρωμά σου. Τα πάντα.
Εννοείται όμως πως τίποτα δεν είναι τέλειο. Θα τσακωνόμασταν για σοβαρά και χαζά πράγματα. Γιατί άφησες το ψωμί ανοιχτό και γιατί κάποιες φορές νιώθω ότι δεν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ μας. Θα υψωνόντουσαν οι φωνές μας, θα λέγαμε πράγματα που δεν εννοούμε και στο τέλος θα τα βρίσκαμε. Θα με φίλαγες και θα κάναμε έρωτα και μετά θα μιλούσαμε στο κρεβάτι με τα σεντόνια πάνω στα γυμνά μας σώματα. Θα παραγγέλναμε φαγητό και θα συνεχίζαμε ώσπου να μας πάρει ο ύπνος αγκαλιά.
Θα μέναμε μαζί. Θα διακοσμούσαμε το σπίτι μας όπως θέλουμε. Δωμάτια με χρώματα και δωμάτια χωρίς χρώματα. Μια γωνιά για το κατοικίδιό μας και μια γωνιά για τα φυτά μας. Εννοείται την κουζίνα μας, που θα μαγειρεύαμε μακαρόνια με κιμά, τη συνταγή της γιαγιάς μου που τόσο θα σου άρεσε και κέικ με σοκολάτα.
Θα ταξιδεύαμε κιόλας. Θα πηγαίναμε σε ζεστά και κρύα μέρη. Σκανδιναβία -ο ονειρικός μου προορισμός- και Πορτογαλία, ο δικός σου ονειρικός προορισμός. Θα παίρναμε μαγνητάκια απ’ όπου πηγαίναμε για να γεμίσουμε το ψυγείο μας κι οι φωτογραφίες δε θα χωρούσαν στα κινητά μας.
Επειδή όμως είμαι και ρεαλίστρια, η σχέση που θα φανταζόμουν θα έφτανε κάποια στιγμή στο τέλος της. Αλλά θα ήταν ένα καλό τέλος. Ώριμο. Κι οι δυο θα καταλαβαίναμε ότι ήρθε η ώρα. Θα το προσπαθούσαμε για λίγο, αλλά δε θα πήγαινε πολύ μακριά. Θα καθόμασταν και θα συζητούσαμε. Θα δακρύζαμε λίγο. Θα κλαίγαμε πολύ. Θα λέγαμε συγνώμη για ό,τι κάναμε λάθος και σ’ αγαπώ για όσες φορές δεν το ανταποδώσαμε. Πριν χωριστούμε, θα δίναμε ένα τελευταίο φιλί και θα αγκαλιαζόμασταν για όσο χρειαστεί. Οι τελευταίες μας κουβέντες θα ήταν “θα τα πούμε ίσως σε κάποιο 608 πάλι” και θ’ αποχωριζόμασταν. Ο καθένας στην καθημερινότητά του όπως και πριν.
Όπως και τώρα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου