Από την Άννα Δρίζη.
Μέσα σε μια μακροχρόνια σχέση -ειδικά αν αυτή ξεκινάει καλά- είναι δύσκολο ν’ αναγνωρίσεις τα χαρακτηριστικά τα οποία είναι κακοποιητικά προς εσένα. Πόσο μάλλον όταν μονίμως πιστεύεις πώς ό,τι κι αν συμβαίνει μέσα σε αυτήν, φταις καθαρά εσύ και μόνο εσύ. Γιατί έτσι σε έκανε να πιστεύεις. Να νιώθεις πως υπερβάλλεις, πως λόγω της συμπεριφοράς σου δημιουργούνται τα προβλήματα, πως κάνεις διαρκώς λάθη κι ενδεχομένως να είσαι τρελός, όταν επιμένεις για κάτι, είτε πρακτικό είτε συναισθηματικό. Κι αυτό συμβαίνει ακόμα κι αν καταφέρεις να το αποδείξεις, αφού κανένας δεν το αποδέχεται και το αναγνωρίζει εκτός από σένα.
Συνήθως, βέβαια, δεν έχεις επίγνωση του τι μπορεί να συμβαίνει και παλεύεις μοναχικά για ν’ αποδείξεις κάτι που δε θα καταφέρεις ποτέ. Μέχρι που μέσα στο χάος, τη στιγμή που θα έχει τελειώσει η κουβέντα μπροστά στον καθρέφτη σου, προσπαθώντας να σε πείσεις ότι υπάρχεις, απλώς παίρνεις μια ανάσα και βρίσκεις απάντηση σε πολλά· ποτέ σε όλα.
Η κακοποίηση δεν είναι μόνο σωματική- αυτή είναι μάλλον ορατή από χιλιόμετρα συνήθως. Είναι όμως και η ψυχική, η αόρατη στο μάτι. Και κάνει μεγάλη ζημιά ακόμα κι αν ξέρεις ότι την υφίστασαι. Γιατί νομίζεις ότι επειδή ξέρεις ότι κάποιος σού λέει ψέματα, δεν μπορεί να σε βλάψει, αλλά δεν είναι έτσι. Προσπαθεί να σου κάνει κακό για να προστατέψει τον εαυτό του, να νιώσεις άσχημα, να σκύψεις το κεφάλι και να πάρεις ευθύνη για δικές του πράξεις, ή να απολογηθείς γι’ αντιδράσεις που ευθύνεται καθαρά και μόνο αυτός, ο άλλος. Ζεις με διαρκή κατάσταση πρόκλησης ενοχών, όσο έχει τον έλεγχο και σε μπερδεύει. Αυτή είναι κι η νίκη που έχει καταφέρει εναντίον σου. Ο εγκέφαλός σου έχει συνηθίσει και δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και τον κίνδυνο που σε βάζει.
Για να το πούμε πιο απλά, μια σχέση κακοποίησης απαιτεί τα πάντα από σένα κι αν εσύ δεν αντέξεις τη λάθος συμπεριφορά που δέχεσαι, είναι και πάλι δικό σου σφάλμα. Σε μια σχέση κακοποίησης ο σύντροφός σου σε χειρίζεται προς όφελός του και το αποτέλεσμα είναι να φτάνεις σε σημείο ν’ αμφισβητείς ολοκληρωτικά τον ίδιο σου τον εαυτό. Ο κόσμος χάνεται, μαζί κι εσύ και πλέον δεν μπορείς να διακρίνεις τι είναι πραγματικότητα και τι μια πλασματική αλήθεια που κάποιος προσπαθεί να σε μυήσει σ’ εκείνη.
Το κακό αρχίζει όταν οι επιπτώσεις εμφανίζονται στο σώμα σου. Σταματάς να τρως, έχεις μονίμως έναν κόμπο στο στομάχι, νιώθεις δυσφορία, πονάει το κεφάλι σου, μόνιμη κούραση, ταχυκαρδία, δεν κοιμάσαι χωρίς κάποιο ”μαγικό χαπάκι”. Κι αν είσαι τυχερός κι έχεις μια κάποια αυτογνωσία αντιλαμβάνεσαι εν καιρώ πως πρέπει ν’ απευθυνθείς σε κάποιον ειδικό, μόνο για να πάθεις σοκ με αυτά που θα συνειδητοποιήσεις. Γιατί η ψυχική κακοποίηση είναι κανονική κακοποίηση και θα πρέπει να το κατανοήσεις, χωρίς να ψάχνεις ασταμάτητα να λύσεις τα ”γιατί” που σε βασανίζουν.
Έπειτα έρχεται το επόμενο στάδιο, εκείνο που έχεις ανάγκη να αποδείξεις πως δεν πάσχεις από τρέλα. Και προσπαθείς με νύχια και με δόντια, διότι όταν έχουμε αδικηθεί πάντα νιώθουμε την ανάγκη να πάρουμε μια αναγνώριση, ν’ ακούσουμε μια συγγνώμη, να λάβουμε επιβεβαίωση ότι έχουμε δίκιο που τα νιώθουμε όλα αυτά. Τις περισσότερες φορές όμως, με τέτοιου είδους ανθρώπους, δε συμβαίνει ποτέ και πρέπει να είμαστε ok με αυτό. Το δυσκολότερο βήμα λοιπόν είναι αυτό ακριβώς. Το ν’ αποδεχτούμε πως δε θ’ ακούσουμε ποτέ αυτά που θέλουμε και πως δυστυχώς δεν μπορούμε να μετράμε τους ανθρώπους με βάση το πώς θα συμπεριφερόμασταν εμείς σ’ αυτούς.
Αυτός που σε έφερε σε αυτό το σημείο ποτέ δε θα καταλάβει πώς ένιωσες, γιατί δεν είναι σε θέση να το κάνει και δεν τον ενδιαφέρει. Είναι σκληρό, όμως δε σ’ αγαπάει. Όσο επίπονο κι αν είναι, άλλο τόσο είναι φανερό. Η χάρη που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου είναι να συμφιλιωθείς με αυτήν την ιδέα και να δουλέψεις με τον εαυτό σου, μέχρι να μη βιώνεις την ανάγκη να πάρεις τη δική του επιβεβαίωση, ότι ορθώς ένιωθες όπως ένιωθες κι ότι όντως ήταν βία. Έχεις δίκιο κι αρκεί που το κατάλαβες εσύ. Κι αφού πλέον ξέρεις πολύ καλά, φύγε. Σπάσε τον κύκλο, τώρα πια ξέρεις πώς.