Αν ένα βράδυ, ξέρεις, από εκείνα τα περίεργα, τα εσωστρεφή, τα δύσκολα όπως τα λέμε, θελήσεις ν’ ακούσεις κάποιον που θα μιλάει χωρίς να σε ξέρει, για ό,τι έχεις ζήσει, βάλε δύο ποτήρια μπροστά σου, ένα για σένα κι ένα για όλα αυτά που φοβάσαι να μιλήσεις, να παραδεχθείς, να σε πείσεις ότι ένιωσες και βάλε στα ηχεία σου Αντώνη Βαρδή.
Στην πρώτη γουλιά σου θ’ αρχίσει να παίζει το «Δε θα με ξεχάσεις, θα ‘μαι το τέλος σ’ ένα έργο που θα χάσεις». Με φωνή βραχνή, με επικάλυψη πόνου θα τραγουδάει για σένα και για όλους μας -αυτό ήταν από πάντα το χάρισμα αυτού του καλλιτέχνη άλλωστε, αυτός ήταν ο Βαρδής. Το βράδυ θα συνεχιστεί παρέα μ’ εκείνες τις σκόρπιες, χαμένες σκέψεις σου, ενώ ο ρυθμός του επόμενου τραγουδιού θα ξεκινήσει μ’ αυτά τα λόγια, τα δικά του λόγια: «Ήρθες όταν εγώ δε σε περίμενα, όταν δεν ήθελα να σ’ αγκαλιάσω, ήρθες όταν εγώ άλλα σκεφτόμουνα αι έλεγα να σε ξεχάσω». Κι άντε ξανά η αντάρα στην ψυχή σου, που δε γίνεται αυτός ο άνθρωπος να είναι στη ζωή σου. Συνειδητά θα προχωρήσεις έπειτα στο επόμενο τραγούδι, με στίχο-αριστούργημα: «Έτσι ξαφνικά σε είδα απέναντί μου, έτσι ξαφνικά μπήκες στη ζωή μου.»
Μέχρι που θα καταλάβεις το βάθος του έρωτα που εκπροσωπεί ο εν λόγω καλλιτέχνης, που μιλάει για όλους εκείνους τους λόγους που σου καίνε τα βράδια. Βλέπεις, η διάδοση του χαμένου, πονεμένου, ανεκπλήρωτου έρωτα είναι κάτι που μπορείς να διακρίνεις σε κάθε συνεργασία του Αντώνη Βαρδή, από εκείνη με τη Βίκυ Μοσχολιού έως εκείνη με τον Αντώνη Ρέμο. Κι έτσι, στο ταξίδι σου αυτό θα βρεις τον εαυτό σου να θέλει να διαπιστώσει ως αυτήκοος μάρτυρας, το ταίριασμα των στίχων του με την ψυχή σου.
Επόμενο τραγούδι, πιο δυνατό συναίσθημα από τα προηγούμενα: «Κι αν ρωτήσεις πώς περνάω, θα σου πω δυο ψέματα, ένα πως δεν σ’ αγαπάω κι ένα πως σε ξέχασα». Πια, δε θα έχεις καμία αμφιβολία ότι έγινε ο άνθρωπός σου, ο σύμμαχός σου για τη νύχτα. Αναρωτιέσαι σε πόσα ψέματα δεν είδες κατάματα όλες σου τις αλήθειες, όλα αυτά που ήξερες ή ίσως δεν ήθελες να ξέρεις.
Αυτό το βράδυ, λοιπόν, θα το περάσεις με έναν φίλο σου, που, ακόμα κι αν έφυγε νωρίς, θα είναι πάντα εκεί για σένα, για ό,τι έχεις ζήσει, για ό,τι ζεις. Θ’ ανοίγεις το διαδίκτυο να τον ανακαλύψεις και θα τον βλέπεις πάντα αγκαλιά με την κιθάρα του, ήρεμο. Ίσως βρεις και μερικά τραγούδια με τον γιο του, Γιάννη Βαρδή: «Κάπου κάπου να μου γράφεις και μια κάρτα, το παρόν ποτέ δεν είναι αρκετό, πριν τελειώσουμε τελειώνει η τηλεκάρτα, δεν προφταίνω να σου πω, πως σ’ αγαπώ.» Πόσο τρυφερή η σχέση μεταξύ τους, πόσο σου θυμίζει όλα αυτά τα σ’ αγαπώ που δεν είπες στους δικούς σου, παρασυρμένος από την ολότητα του παρόντος.
Θα καταλάβεις πως ο άνθρωπος που σου κρατά συντροφιά διακατεχόταν από τεράστιο ταλέντο, ότι επρόκειτο για μια μουσική διάνοια, η οποία μιλάει στην ψυχή σου, στις ψυχές όλων όσοι έχουν περάσει, έχουμε περάσει, έρωτες με αίσθημα απάτης, ψευδαίσθησης. Κι έτσι, θα τελειώσεις την ανασκόπηση, με μια τελευταία γουλιά κι ένα τελευταίο τραγούδι. Θα επιλέξεις τυχαία εκείνο που ξεκινά κάπως έτσι: «Και ξαφνικά θα μεγαλώσουν τα δωμάτια, θα κάνεις ώρες για να φτάσεις στο κρεβάτι, τη μοναξιά θα ‘χεις κουρτίνα στα παράθυρα γιατί η αγάπη σου προέκυψε απάτη.» Κι εκεί, θα νιώσεις ένα ράγισμα.
Ο Αντώνης Βαρδής, με τη χρυσή μουσική του παρακαταθήκη, θα σε συντροφεύει -θα μας συντροφεύει- όταν τρως/τρώμε τα μούτρα μας από ανεπαρκείς έρωτες, όταν κυνηγάς/κυνηγάμε σκιές αλλά κυρίως όταν βυθίζεσαι/βυθιζόμαστε σε βαθιά πελάγη. Διότι κατά βάθος, όλοι κρύβουμε μια εθνική οδό στην οποία η φωνή του είναι το μουσικό χαλί της διαδρομής.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου