Η καθημερινή ρουτίνα ενός παιδιού σχολικής ηλικίας είναι συγκεκριμένη και περιλαμβάνει μια δεδομένη διαδρομή προς το σχολείο, συχνά με τη συνοδεία γονέων ή συμμαθητών. Η διαδρομή προς το σχολείο είναι μια στιγμή ευχάριστη για κουβεντούλα μεταξύ γονέων και παιδιών ή μεταξύ φίλων. Όχι πάντα, όμως. Παιδιά, όπως η Νατάσα Κάμπους έχουν συνδέσει τη διαδρομή προς το σχολείο με την εφιαλτικότερη στιγμή της ζωής τους. Στις 2 Μαρτίου του 1988, η 10χρονη Νατάσα ξεκίνησε για το σχολείο της στη Βιέννη, χωρίς τη συνοδεία της μητέρας της, για πρώτη και μοναδική φορά. Στη διαδρομή, είδε έναν συμπαθητικό άγνωστο να στέκεται δίπλα σε ένα βαν. Ήταν ο Βόλφγκανγκ Πρίκλοπιλ. Όταν έφτασε κοντά του, εκείνος την άρπαξε και την κλείδωσε στο πίσω μέρος του οχήματος. Τη μέρα εκείνη ξεκίνησε ο προσωπικός της εφιάλτης.
Ο Πρίκλοπιλ την οδήγησε στο σπίτι του, σε ένα εύπορο προάστιο της Βιέννης, και τη μετέφερε σε ένα μικροσκοπικό κελάρι που ήταν προσεκτικά σχεδιασμένο και κατασκευασμένο για τον σκοπό του. Η πρώτη είσοδός του ήταν μια καταπακτή στο γκαράζ, κάτω από μερικές σκάλες. Για να μπει στον χώρο που θα την φιλοξενούσε περνούσε μέσα από μια δίοδο σε τοίχο που καλυπτόταν από άλλη καταπακτή, κρυμμένη πίσω από ένα ντουλάπι, διανύοντας μια διαδρομή που χρειαζόταν μια ώρα. Ο Πρίκλοπιλ ήταν μηχανικός της Siemens και γνώριζε καλά να φτιάχνει κατασκευές, όπως τις ήθελε. Το δωμάτιο είχε διαστάσεις 5 τετραγωνικών μέτρων, ήταν άδειο και ηχομονωμένο, χωρίς παράθυρα.
Αρχικά, η Νατάσα έδειχνε υποταγή απέναντι στον Πρίκλοπιλ. Η ίδια δεχόταν τα μικρά δώρα που της έκανε και τον αποκαλούσε με διάφορα προσωνύμια που εκείνος ήθελε, όπως «Μαέστρο». Με την πάροδο του χρόνου, το κορίτσι άρχισε να αντιδρά και μη δέχεται τις εντολές που της έδινε. Τότε γινόταν βίαιος, της έκοβε σχεδόν τελείως τη διατροφή και την άφηνε στο σκοτάδι μέρες ολόκληρες. Το δωμάτιο είχε ένα σύστημα ενδοεπικοινωνίας και πολλά βράδια τον άκουγε να της μιλάει άσχημα για τιμωρία.
Μετά από κάποιο διάστημα, άρχισε να την ανεβάζει στο σπίτι για να τρώνε μαζί, ενώ την εξανάγκαζε να κάνει και βαριές χειρωνακτικές εργασίες. Την ανάγκαζε να καθαρίζει το σπίτι ημίγυμνη, χωρίς να της επιτρέπεται να σηκώνει το βλέμμα, ενώ εάν του μιλούσε χωρίς να πάρει άδεια, την έδερνε. Κάποια βράδια, την πήγαινε στο κρεβάτι του για να κοιμηθούν μαζί, αλλά το μόνο που ήθελε από εκείνη ήταν να τον αγκαλιάσει. Η Νατάσα έχει αρνηθεί να μιλήσει για το κομμάτι της σ3ξουαλικής κακοποίησης που υπέστη από τον Πρίκλοπιλ. Υπήρχαν φορές που κατά τη διάρκεια των ξυλοδαρμών, η Νατάσα τραυμάτιζε μόνη της το πρόσωπό της, προκαλώντας τον, μέχρι να την παρακαλέσει αυτός να σταματήσει. Είχε προσπαθήσει ακόμα και να αυτοκτονήσει στα 14 χρόνια της, κόβοντας τους καρπούς της με μια βελόνα πλεξίματος.
Ο Πρίκλοπιλ ήταν ιδιαίτερα κυκλοθυμικός. Όταν δεν ήταν βίαιος, της ζητούσε συγγνώμη, της μιλούσε γλυκά και της έκανε δώρα, ενώ της έλεγε και για το κοινό τους μέλλον. Μάλιστα, 13 φορές την είχε πάρει μαζί του σε διάφορες εξωτερικές δουλειές, αλλά εκείνη δεν τόλμησε να μιλήσει σε κανέναν για να γλιτώσει. Όταν έκλεισε τα 18, του ανακοίνωσε ότι πλέον μόνο ένας από τους δύο θα μπορούσε να βγει ζωντανός από αυτή την ιστορία και ότι δεν μπορούσε να την κρατά με το ζόρι. Τον ευχαρίστησε που για 8 χρόνια την κράτησε ζωντανή, αλλά πλέον δε γινόταν να συνεχιστεί αυτό. Η Νατάσα περίμενε την εκρηκτική αντίδρασή του, αλλά εκείνος απλώς πήρε ένα ύφος παραίτησης και δεν αντέδρασε.
Στις 23 Αυγούστου του 2006 ήταν οι δυο τους στο κήπο όταν χτύπησε το τηλέφωνο και ο Πρίκλοπιλ μπήκε στο σπίτι για να απαντήσει. Η Νατάσα βρήκε την ευκαιρία της, άνοιξε τη πόρτα και απέδρασε. Έτρεχε στους δρόμους ζητώντας βοήθεια, μέχρι που κάποιος της έδωσε σημασία και κάλεσε την αστυνομία. Ο Πρίκλοπιλ, όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί τράπηκε σε φυγή και αυτοκτόνησε, ξαπλώνοντας σε σιδηροδρομικές γραμμές. Όταν το έμαθε η Νατάσα, έκλαψε απαρηγόρητα. Το κράτος της έδωσε αποζημίωση το σπίτι και το αυτοκίνητο του Πρίκλοπιλ, αλλά εκείνη αρνήθηκε να τα πουλήσει. Η στάση της υποδηλώνει, για πολλούς ότι πάσχει από το λεγόμενο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» που εμφανίζουν πολλοί απαχθέντες μετά από χρόνιο περιορισμό, οι οποίοι καταλήγουν να εκφράζονται με συμπάθεια για τους απαγωγείς τους.
Το γεγονός ότι η Νατάσα κατάφερε να αντέξει την μακροχρόνια κακοποίηση από τον Πρίκλοπιλ, αλλά και να εκφράζει συναισθήματα συμπόνοιας για εκείνον αφού πέθανε έχει μια εξήγηση. Ως παιδί, είχε μεγαλώσει σε ένα προβληματικό περιβάλλον. Όπως η ίδια έχει αναφέρει, ζούσε σε μια περιοχή της Βιέννης όπου διέμεναν αρκετοί αλκοολικοί, κοινωνιοπαθείς και άτομα με ψυχικές διαταραχές και η ίδια έχει δηλώσει ότι «ήμουν συνηθισμένη να ασχολούμαι με διαταραγμένους ανθρώπους». Επίσης, οι γονείς της της φέρονταν βάναυσα, ασκούσαν βία επάνω της και την προσέβαλαν. Την εποχή που απήχθη από τον Πρίκλοπιλ ήταν καταθλιπτική και μοναχική, ενώ φαντασιωνόταν την αυτοκτονία της. Τη στιγμή που τον πλησίαζε τη μέρα της απαγωγής σκεφτόταν τον τρόπο που θα αυτοκτονούσε. Η παράλογη συμπεριφορά του Πρίκοπιλ δεν της φαινόταν ξένη, καθώς είχε μάθει να διαχειρίζεται προβληματικές καταστάσεις.
Η Νατάσα Κάμπους κατέγραψε την εμπειρία της στο βιβλίο που εξέδωσε το 2010 με τίτλο «3.096 Ημέρες», ενώ η ιστορία έγινε και ταινία το 2013.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.