Όσες φορές κάτσαμε να ξεδιαλύνουμε αυτό το πάρε-δώσε στον έρωτα κι όσα περιμένουμε από αυτόν, απαντήσεις δεν πήραμε, ας λέμε την αλήθεια. Τι ζητάμε, σε ποιους ανθρώπους δίνουμε μάχες να τα βρούμε. Αλλά αυτή τη φορά ίσως αξίζει να δούμε πως όταν τις μάχες τις δίνουμε σε λάθος γήπεδα, τότε η ευθύνη για το ψυχικό μας Βατερλώ, είναι καθαρά πάνω μας. Σου μιλάω για εκείνη τη σιγανή ερώτηση που κάνεις στον εαυτό σου όταν βλέπεις πως το πράγμα δεν τραβάει, με την απάντηση να σε απογυμνώνει κάθε φορά. Γιατί επιμένεις;
Συμβαίνει πολλές φορές, να γνωρίσεις έναν άνθρωπο που αρκετές του πτυχές φαίνεται να σου ταιριάζουν, να σε καλύπτουν. Κι αρχίζεις κι επενδύεις. Χρόνο, υπομονή, συναίσθημα που μέρα με τη μέρα χτίζεις κι ελπίζεις να ολοκληρωθεί κάτι δυνατό και στέρεο. Αυτό που δεν αναγνωρίζουμε σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πως συνήθως μόνοι μας παλεύουμε και μόνοι μας χτίζουμε, όταν καμιά από τις ανάγκες μας δεν ικανοποιείται, όταν αποτελούμε μόνο το “δώσε” στο δίπολο. Ο καθένας μας χρειάζεται διαφορετικά πράγματα που είναι απαραίτητο να τα λαμβάνει στη σχέση του, κι όχι να τα θάβει κάτω από το συναίσθημα, ή την ελπίδα ο άνθρωπος του κάποια στιγμή ν’ αρχίσει να δίνει, με την προσδοκία το στραβό να ισιώσει. Είτε μιλάμε για την ισορροπία μεταξύ σας, τον τρόπο που εκφράζετε την αγάπη σας, πόσο σημαντικοί νιώθετε, αν αισθάνεστε σαν προτεραιότητα, αν η σχέση σας σας σέβεται με τρόπο που αντιλαμβάνεστε και φτάνει προς εσάς.
Όσο βλέπει κανείς λοιπόν πως όλα του τα θέλω πέφτουν πάνω σε έναν -πίστεψέ με ισχυρότατο- τοίχο από όχι και αδιαφορία, το σώφρον θα ήταν ήρεμα κι ωραία, να τα μαζέψει και να φύγει. Όχι γιατί ο ένας είναι απαραίτητα ο φονιάς στο έργο κι ο άλλος το απροστάτευτο θύμα, δεν παίζουμε δράμα εδώ. Απλώς γιατί αυτά που προσφέρεις στο τραπέζι δεν είναι επιθυμητά και στο τέλος μένεις νηστικός, κυρίως από συναίσθημα και πληρότητα μέσα στη σχέση που “υποχρεούται” να στα παρέχει. Να πάμε τώρα το μπαλάκι στην πλευρά τη δική σου; Βλέποντας ένα τέτοιο έργο να παίζεται μπρος στα μάτια σου και γνωρίζοντας πως μένεις μισός ξανά και ξανά, γιατί υπάρχει ακόμη το σενάριο να μείνεις; Να σώσεις ένα love story από το ναυάγιο, να κρατήσεις δίπλα σου έναν άνθρωπο, που ακόμα κι αν δεν ήταν στις προθέσεις του, τελικά σου τσαλακώνει την ψυχούλα;
Η απάντηση ίσως είναι πολύ κοντά σε κάθε άλλη αδιέξοδη συνθήκη σε ερωτική σχέση. Μένεις γιατί δεν αντέχεις να χαλάσεις το παραμύθι που ξεκίνησε και φαινόταν τέλειο. Μένεις γιατί ό,τι κι αν συμβαίνει, πιστεύεις πως δικαιούσαι να το φτιάξεις, να το κρατήσεις και να καμαρώνεις στους τίτλους τέλους, για εκείνο το “πέτυχε” που θα είναι πέρα για πέρα ψεύτικο. Δε θες να δεις τη μεγάλη εικόνα γιατί σε πονά κι είναι οκ κι αυτό. Μα η αλήθεια πάντα είναι απλή και ξύλινη. Και δείχνει πως καμιά φορά φαίνεται προτιμότερο να κάνουμε πίσω όσα χρειαζόμαστε για να μη χαθεί ένα «μαζί» που νομίζουμε πως μας κάνει ευτυχισμένους, ή θα μας κάνει κάποια στιγμή. Αυτό το σενάριο είναι πολύ πιο εύκολο, από το άλλο το άγριο, που σε θέλει για ακόμη μια φορά να τα μαζεύεις και μαζί να ψάχνεις τον πληγωμένο σου εγωισμό, από εκείνη τη ουφιάνα τη μοναξιά που πάλι νίκησε.
Το θέμα είναι πως όλα αυτά τα σύννεφα δεν μπορείς να τα χρεώσεις στον άλλον άνθρωπο. Είδες και κατάλαβες από την αρχή πόσα ήταν διατεθειμένος να κάνει, ή να δώσει. Η ευθύνη βαραίνει εσένα, και τις ζόρικες προσδοκίες που ζήτησες από λάθος μάτια να στις ικανοποιήσουν. Ίσως να χρειάζεται ο καθένας από εμάς μια τέτοια σφαλιάρα για να μάθουμε και να εμπεδώσουμε την πιο απλή πράξη στον έρωτα: Δεν πρόκειται να δουλέψει και να λειτουργήσει ποτέ καμιά σχέση αν κι οι δύο δε στρώσουν τον κώλο τους γι’ αυτήν. Πίεση, ζόρι και ιδρώτα δεν αξίζει κανένα “μαζί”, πολύ απλά γιατί σπαταλάς την αγάπη σου σε λάθος συνθήκες κι αγνοείς τα σημάδια. Αυτή είναι η ευθύνη που πρέπει ν’ αναλάβουμε κι όταν βλέπουμε πως το περιβάλλον μάς διώχνει με τον τρόπο του, είμαστε υποχρεωμένοι να ψάχνουμε γι’ αυτό που θα μας δεχτεί με την πρώτη.
Μόνο γι’ αυτά τα “μαζί” θα παλεύετε και θ’ αφήνετε όσους δε σας γεμίζουν να ψάξουν αλλού τη δική τους τύχη. Ελεύθεροι εμείς, ελεύθεροι κι αυτοί ν’ αγαπηθούμε όλοι όπως μας αξίζει, άνευ ευθυνών.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου