To σύνδρομο του σωσία ή αλλιώς σύνδρομο Capgras είναι μια ψυχιατρική διαταραχή, σύμφωνα με την οποία ο ασθενής έχει την παραίσθηση πως ένας γονιός, ένας φίλος ή ένας σύντροφος έχει απαχθεί και αντικατασταθεί από κάποιον σωσία. Αρνείται την αυθεντικότητα της ταυτότητας του προσώπου που έχει απέναντι του ή που βλέπει στον καθρέπτη του σπιτιού του -δηλαδή μπορεί να μην αναγνωρίζει και τον ίδιο του τον εαυτό. Η ασθένεια αυτή μπορεί να εμφανισθεί σε οξεία, παροδική ή και χρόνια μορφή. Η έννοια πήρε το όνομα της από τον Γάλλο ψυχίατρο Joseph Capgras, που έχει κάνει αρκετές μελέτες για τα συμπτώματά της και έχει ασχοληθεί εκτενώς με ανθρώπους που έχουν παρουσιάσει δείγματα της ασθένειας αυτής.
Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς πώς μπορούμε να αντιληφθούμε ότι πάσχει κάποιος από το σύνδρομο Capgras και όχι από κάποιου είδους σχιζοφρένεια ή άνοια; Πολλοί άνθρωποι μπερδεύουν αυτές τις ασθένειες μεταξύ τους, όμως δεν υπάρχει κάποια ταύτιση. Όπως και το σύνδρομο Capgras, έτσι και εκείνες είναι ασθένειες ψυχικής διαταραχής, όμως διαφέρουν τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα και τα συμπτώματα τους. Τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας π.χ. εμφανίζονται κυρίως σε νεαρή ηλικία, και υπάρχει μια γενικότερη και σταθερή «απροσάρμοστη» συμπεριφορά απέναντι σε τρίτους, ενώ τα άτομο που πάσχει από το συγκεκριμένο σύνδρομο έχει κυρίως ακουστικές ψευδαισθήσεις και παραληρήματα. Μπορεί ν’ αναγνωρίσουν οτιδήποτε τριγύρω του, έναν τόπο ή μια κατάσταση, όχι όμως πρόσωπα. Οι ψευδαισθήσεις αφορούν στα οικεία του πρόσωπα, τα οποία πλέον δεν αναγνωρίζει. Θεωρεί ότι είναι κάποιος που τους μοιάζει και όχι αυτός που γνωρίζει. Γι’ αυτόν τον λόγο η συμπεριφορά του προσώπου με capgras αλλάζει όταν είναι με οικείους του, ενώ όταν βρίσκεται μεταξύ αγνώστων αντιδρά φυσιολογικά. Συνήθως άτομα που έχουν παρουσιάσει τα συμπτώματα αυτά, έχουν υποστεί στο παρελθόν κάποια εγκεφαλική δυσλειτουργία, η οποία προκλήθηκε από κάποιον τραυματισμό.
Μελετώντας καλύτερα το σύνδρομο αυτό, κατανοώντας το και ερμηνεύοντάς το, ανακαλύπτουμε καλύτερα τους ασθενείς αλλά και τα άτομα που βρίσκονται στο κοντινό τους περιβάλλον. Θεωρούμε ότι έχουμε βρει την αρχή της λύσης, εφόσον βρήκαμε από ποια πάθηση πάσχουν, αλλά το πώς νιώθουν και τι ακριβώς σκέφτονται, μάλλον δεν έχει προβληματίσει την επιστημονική κοινότητα και την κοινωνία αρκετά. Ας προσπαθήσουμε να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας στη θέση τους. Τι θα νιώθαμε; Πώς θα συμπεριφερόμασταν; Σίγουρα στην αρχή θα αισθανόμασταν έναν απέραντο φόβο, καθώς δε θα αναγνωρίζαμε κανέναν. Οποιοσδήποτε συναισθηματικός δεσμός θα τελείωνε για ‘μας και θα υπήρχε πλέον ένα κενό μέσα μας. Πώς θα ήταν αν δεν μπορούσαμε ν’ αναγνωρίσουμε τη μητέρα μας, τον πατέρα μας, τον συντροφό μας ή τους αγαπημένους μας φίλους; Aν πιστεύαμε πως δεν υπάρχει τίποτα να μας συνδέει μ’ αυτούς τους ανθρώπους, καμιά μνήμη;
Aν απεναντίας πιστεύαμε πως είναι κάποιος άλλος στη θέση τους, ο οποίος θέλει να μας κάνει κακό και να μας πληγώσει; Θ’ αφήναμε τους εαυτούς μας μακριά τους προσπαθώντας να τους ξεφύγουμε. Θα βίωναν σιγά-σιγά κι εκείνοι την απόρριψη από ένα δικό τους άτομο, χωρίς όμως να μπορούν να το «κατηγορήσουν» άμεσα, αφού θα γνώριζαν ότι αποτελεί σύμπτωμα της ασθένειας τους. Και οι ίδιοι όμως θα φοβόμασταν αφού δε θα νιώθαμε πως υπάρχει βεβαιότητα, ασφάλεια, αγάπη στη ζωή μας. Θα πιστεύαμε πως όλοι είναι εχθροί μας και δε θα ξεχωρίζαμε ποτέ το «σωστό» από το «λάθος».
Σίγουρα αν αφήσουμε ελεύθερο τον εαυτό μας, θα σκεφτούμε ότι όλα αυτά τα έχουμε δει έστω μία φορά σε κάποια ταινία ή σειρά. Όλοι θα θυμόμαστε επεισόδια της γνωστής αμερικανικής παραγωγής, του Criminal Minds, όπου προβάλλονται κατά καιρούς παρόμοιες περιπτώσεις. Η λύση που προβάλλεται είναι η ψυχοθεραπεία. Επιστήμονες προσπαθούν να βρουν τη θεραπεία του συνδρόμου, όμως αυτό που προτείνουν είναι η ειδική παρακολούθηση από τους θεράποντες ιατρούς με τα πρώτα συμπτώματα. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή εξαιτίας της σοβαρότητας και της συνύπαρξης με άλλες ψυχικές διαταραχές. Ας είμαστε πιο παρατηρητικοί με όσους αγαπάμε, ας τους προστατεύουμε κι ας είμαστε εκεί δίπλα τους, ακόμα κι αν φτάσουν σε σημείο όπου δε θα μας αναγνωρίζουν.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου