Σ’ όλα τα καλά παιδιά που ακούν αυτήν την ατάκα σαν να ήτανε κατάρα. Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο του «είσαι καλό παιδί, αλλά…», αλλά τι; Αλλά δε με εμπνέεις μ’ ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό! Δε με εμπνέεις ερωτικά, σεξουαλικά, πνευματικά. Μαζί σου νιώθω σαν να έχω ανέβει το μισό σκαλί των ερωτικών μου απαιτήσεων. Μου καλύπτεις ένα κομμάτι μου, το συναισθηματικό, με κάνεις να νιώθω ασφαλής, σ’ έναν κόσμο που με πάθος βαρά διάλυση και κατακεραυνώνει ό,τι ρομαντικό ανθίζει. Στον βωμό της ανεξαρτησίας, όμως, ξεχνιέται το «εμείς» και μένουμε μόνοι. Κι η μοναξιά, δε κανέναν στο πλάι της. Ούτε καν το καλό παιδί.
Πόσα «είσαι μια γλύκα αλλά…» μπορεί να πει κανείς; Αλλά δε μου κάνεις σαν επιλογή, αλλά δε μου βγαίνει, αλλά στην τελική λυπάμαι, δε μ’ αρέσεις. Πόσες ενοχές κρύβουν αυτές οι ατάκες; Ο φόβος ότι θα πληγώσεις τον άλλον που σαν γλυκό πλάσμα είναι δοτικό και τρυφερό, μέχρι τ’ ότι θα είσαι εσύ που θα χριστείς «καριολάκι» για τη δημιουργία ενός ακόμη «κακού» παιδιού. Εκείνα τα «κακά» παιδιά που βασανίζουν τα καλά, γιατί μωρέ κάποτε πληγώθηκαν από κάποια. Θεέ μου, πόσες τύψεις κουβαλάμε; Αγχώνεσαι αν θα πληγώσεις κάποιον επειδή απλώς θα απορρίψεις το φλερτ του μέχρι το αν θα γίνει «κωλοπαίδι» εξαιτίας σου.
Κι εγώ τώρα αναρωτιέμαι ποια είναι η εναλλακτική. Πόσα άτομα ξέρετε που θέλανε να χωρίσουν, αλλά δεν μπορούσαν και σου απαντούσαν το επικό «τον/τη λυπάμαι». Μείνετε μαζί τότε, να λυπάσαι τον εαυτό σου! Λυπάμαι, αλλά αυτή είναι η σκληρή αλήθεια. H γνωστή Παναγιώταινα από το «από το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα», είναι όντως καλή; Αυτή πώς ξέφυγε από τη μάστιγα της δέσμευσης; Συνήθως δε μας λένε ότι «όλοι οι καλοί είναι δεσμευμένοι»; Ποια είναι αυτά τα καλά κελεπούρια που έχουν κιόλας καπαρωθεί; Τα βρήκε κάποιος και τα εγκλώβισε στα δίχτυα της πονηρής γοητείας του; Γελάω! Σε τι κόσμο ζούμε που η κοινή γνώμη θεωρεί πως ένας υποψήφιος γκόμενος πρέπει να είναι αυτοσκοπός; Που σε φοβίζει ότι δεν υπάρχει κάτι καλύτερο και δεν μπορείς να τα ΄χεις όλα; Που σου λέει ότι πρέπει να είσαι ευγνώμων και να μη ζητάς παραπάνω, ότι είσαι αχάριστος άμα δεν αγαπήσεις την Παναγιώταινα και θα καταδικαστείς σε μια ισόβια μοναξιά.
Παλιά, οι γιαγιάδες μας καταδικάζονταν στο επικό «θα μάθεις να τον αγαπάς». Αγαπάς αυτόν, όμως, τον ίδιο τον άνθρωπο, ή απλώς συνηθίζεις; Διότι, η συνήθεια είναι ύπουλο πράγμα και θολώνει τα νερά κι όσο θες και να τα ξεθολώσεις, περνά ο καιρός και σε θολώνει έτσι κι αλλιώς το τελείωμα του χρόνου. Μέχρι που ξυπνάς μια μέρα κι αναρωτιέσαι εάν έζησες όσα όντως ήθελες. Αυτό είναι μεγαλύτερος φόβος από το φόβο της μοναξιάς. Κι η μοναξιά δεν είναι κατάρα, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που την παρουσιάζουν. Θα έλεγα ότι είναι μια τολμηρή επιλογή αυτοσεβασμού, όταν δε σε καλύπτουν οι διαθέσιμες εναλλακτικές σου. Και τότε, σε βαφτίζουν «περίεργο» και σου χαρίζουν μια θέση στο ράφι. Πόσες ταμπέλες κουβαλάμε;
Πόσα ταμπού μας δημιουργούν κοινωνικά, αυτοί που θ’ απολάμβαναν καλύτερα μια πιο απελευθερωμένη εκδοχή μας; Είναι ανωμαλία ή έχουμε βουτήξει όλοι μας σ’ ένα καζάνι που βράζει διαχρονικά και δεν τολμάμε να σβήσουμε τη φωτιά; Πόσες στερεοτυπικές, στενές αντιλήψεις αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος που ερωτεύεται ή όχι σήμερα; Κι αν είναι γυναίκα και κουβαλά κι όλες τις προηγούμενες ταμπέλες της μαζί, εκεί τι γίνεται, αν σκεφτεί κανείς πως -ακόμη- είναι αντικείμενο χλευασμού ο αριθμός ερωτικών παρτενέρ για το θηλυκό γένος. Είμαστε κλειστόμυαλοι, σοβαροφανείς και δήθεν στην πλειονότητά μας. Πώς κολυμπάς για την αντίπερα όχθη; Σίγουρα μοναχικά και χωρίς να εκφράζεις τα μεγαλόπνοα σχέδιά σου. Δεν μπορούν να σ’ ακούσουν. Το καζάνι τους παράβρασε, δημιούργησε ατμό κι εξαφανίστηκαν αγκαζέ με τη σεμνοτυφία τους.
Μακριά από Παναγιώταινες κι από καταστάσεις φοβικές τύπου «Ναι μεν, αλλά…». Μακριά από τύψεις μαύρες και σκέψεις σκονισμένες, παλαιολιθικές. Πόσο ηλίθιος κόσμος; Πού βρίσκεται ο βαρκάρης που σε μεταβιβάζει στην αντίπερα όχθη; Αγάπη, μάλλον ήρθε η ώρα να μάθεις κουπί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου