Η ζωή ενός αστυνομικού ρεπόρτερ, στη συνείδηση των περισσοτέρων, είναι συνδεδεμένη με έντονο ενδιαφέρον, καθώς οι άνθρωποι αυτοί έρχονται σε επαφή με την παρανομία και συνομιλούν με ιδιαίτερα επικίνδυνους ανθρώπους. Πολλοί αστυνομικοί ρεπόρτερ υπήρξαν εκείνοι που αποκάλυψαν σοβαρά εγκλήματα, βλέποντας την καριέρα τους να απογειώνεται. Η δουλειά αυτή, όμως, έχει μια έντονα σκοτεινή πλευρά που μπορεί ακόμα και να στοιχίσει τη ζωή του ερευνητή. Ποιος μπορεί, άλλωστε, να ξεχάσει την πρόσφατη δολοφονία Καραϊβάζ στην Ελλάδα; Η διεθνής πραγματικότητα έχει πολλά αντίστοιχα ακραία παραδείγματα δολοφονιών δημοσιογράφων, όπως αυτή της ιρλανδής Βερόνικας Γκέριν.
Η Βερόνικα Γκέριν γεννήθηκε στο Δουβλίνο στις 5 Ιουλίου του 1959 και ξεκίνησε την επαγγελματική της καριέρα στην οικογενειακή επιχείρηση που είχε στήσει ο πατέρας της, αφού σπούδασε λογιστικά. Γρήγορα, απέκτησε τη δική της εταιρεία δημοσίων σχέσεων το 1983. Φαίνεται, όμως, ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα δεν κάλυπτε τα ενδιαφέροντα του δυναμικού χαρακτήρα της Βερόνικα. Το 1990, χωρίς να έχει λάβει κανενός είδους σχετική εκπαίδευση, ξεκίνησε να αρθρογραφεί, πρώτα στην Business Post του Δουβλίνου κι εν συνεχεία στη Tribune και στην Independent. Παρά το γεγονός ότι ήταν αυτοδίδακτη, κατάφερε σημαντικές δημοσιογραφικές επιτυχίες, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειχνε σε υποθέσεις δολοφονιών και διακίνησης ναρκωτικών. Η ενασχόλησή της με τους εμπόρους στην Ιρλανδία, στάθηκε μοιραία για τη ζωή της.
Το 1994 ανέλαβε το αστυνομικό ρεπορτάζ στη μεγάλη εφημερίδα Sunday Independent. Ήταν τόσο παθιασμένη με τις έρευνές της, που περνούσε ατελείωτες ώρες στο αυτοκίνητό της, προκειμένου να μπορέσει να μιλήσει με κάποιον άνθρωπο του υποκόσμου. Δεν της αρκούσαν τα στοιχεία που συγκέντρωνε από τις αστυνομικές έρευνες, ήθελε επαφή με το έγκλημα από πρώτο χέρι. Λόγω της επαφής της με τους εμπόρους ναρκωτικών και την πιθανότητα ν’ αποκαλύψει πληροφορίες, είχε δεχθεί πολλές απειλές για τη ζωή της, αλλά ποτέ δε δέχθηκε να λάβει αστυνομική προστασία, διότι θεωρούσε ότι αυτό θα ήταν εμπόδιο στη δουλειά της. Ήθελε να δρα ελεύθερη και να ψάχνει μόνο την αλήθεια. Ήταν απολύτως ευσυνείδητη και νομότυπη και πάντα ανέφερε τις πηγές της με ψευδώνυμα, τα οποία ήταν χαρακτηριστικά όπως «μοναχός ή «πιγκουίνος».
Τον Οκτώβριο του 1994 έγινε η πρώτη απόπειρα κατά της ζωής της, ενώ εκείνη έπαιζε με τον γιο της μέσα στο σαλόνι του σπίτι τους. Ένας άγνωστος άνδρας, ο οποίος δε συνελήφθη ποτέ, πυροβόλησε στα τζάμια του σπιτιού, δίνοντας ένα προειδοποιητικό μήνυμα ώστε να την κάνει να σταματήσει. Δύο μήνες αργότερα την πυροβόλησαν στον μηρό, πάλι μέσα στο σπίτι της, σε μια προσπάθεια να την αποθαρρύνουν από τις έρευνές της. Ένας άγνωστος άνδρας χτύπησε το κουδούνι κι όταν αυτή άνοιξε, την πυροβόλησε στο πόδι. Όπως αποκαλύφθηκε, οι επιθέσεις αυτές έγιναν λόγω των αποκαλύψεων που είχε κάνει εκείνη, σχετικά με μια ύποπτη ληστεία 4,4 εκατομμυρίων δολαρίων που είχε γίνει στο αεροδρόμιο του Δουβλίνου η οποία ήταν κι η μεγαλύτερη μέχρι τότε ληστεία στην ιστορία της Ιρλανδίας.
Λίγους μήνες αργότερα, η ατρόμητη Γκέριν επισκέφθηκε στη φάρμα του έναν από τους μεγαλύτερους εγκεφάλους του οργανωμένου εγκλήματος της Ιρλανδίας -τον Τζον Γκίλιγκαν- για ν’ αποσπάσει πληροφορίες για το εμπόριο ναρκωτικών στη χώρα. Εκείνος, αφού την έψαξε για κοριό, την ξυλοκόπησε μέχρι λιποθυμίας και για αρκετό καιρό της τηλεφωνούσε κάθε βράδυ απειλώντας την ότι θα β@σει και δ@λ@φ@νήσει τον γιο της, αν συνέχιζε τις έρευνές της εις βάρος του.
Η 26η Ιουνίου του 1996, ήταν η μέρα που η Γκέριν σιώπησε για πάντα. Έχοντας κερδίσει ένα δικαστήριο το οποίο θα μπορούσε να της έχει στοιχίσει την άδεια οδήγησης, επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό της για να επιστρέψει χαρούμενη στη δουλειά της. Σε κάποιο φανάρι της διαδρομής, μια μηχανή με δύο επιβαίνοντες σταμάτησε δίπλα στο ανοιχτό της παράθυρο. Η Γκέριν δέχθηκε 6 σφαίρες στον λαιμό εξ επαφής και στον θώρακα. Η δολοφονία της Γκέριν προκάλεσε σοκ στην Ιρλανδία, ενώ στην κηδεία της –η οποία μεταδόθηκε ζωντανά στην τηλεόραση- παρευρέθηκαν σημαίνουσες προσωπικότητες της χώρας, όπως ο πρωθυπουργός κι ο επικεφαλής των ένοπλων δυνάμεων. Πολλές πορείες οργανώθηκαν προς τιμήν της, ενώ έξω από τα γραφεία της Sunday Independent πλήθος κόσμου άφηνε λουλούδια στη μνήμη της.
Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι η δολοφονία της Γκέριν ήταν η αφορμή για ν’ αλλάξει η νομοθεσία στην Ιρλανδία και να εισαχθούν διατάξεις που προστατεύουν τους δημοσιογράφους που εργάζονται σε συνθήκες που είναι επικίνδυνες για τη ζωή τους. Επίσης, αναμορφώθηκε και η νομοθεσία ενάντια στην εγκληματικότητα. Η συγκλονιστική ιστορία της Γκέριν έγινε ταινία με πρωταγωνίστρια τη καθηλωτική Κέιτ Μπλάνσετ, το 2003.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου