Απόψε δεν ήθελα να κοιμηθώ.
Δεν ήταν που θα ένιωθα την αφή σου να αναταράζει με μια εξεζητημένη κομψότητα τα σεντόνια μας.
Ήταν που έμενε ρακένδυτη η ψυχή μου
να τρέμει,
όταν σε είχα μόλις δίπλα
μα σ’ ένιωθα στην άλλη άκρη του σύμπαντος.
Με λόγια αδιάβροχα που μόνο μ’ έτρωγαν αντί να μας χορταίνουν.
Βούλιαξε το καράβι μας σ’ ένα κρεβάτι καθαρό, μα βαθιά λερωμένο κι από των δυο τα παρελθόντα.
Να τσαλακώνουμε χαμένα μας όνειρα μήπως τα φέρουμε ξανά στον Ισημερινό
σαν δυο παράτολμα αυτοκίνητα στην άδεια μας πόλη
που ψάχνουν με μανία το ένα το άλλο, να συγκρουστούν μετωπικά.
Για έναν έρωτα
ή ένα σύνηθες «κακούργημα εξ αμελείας».