«Εγώ ποτέ δε θα…», γιατί πάντα εκείνο και ποτέ τ’ άλλο. Άποψη μου βρε αδερφέ, γούστο μου και καπέλο μου να ξινίζω απέναντι σ’ ό,τι εσύ θεωρείς δεδομένο, κλισέ κι υπονοείς ποικιλοτρόπως, άλλοτε με τρόπο κι άλλοτε χωρίς, ότι θα υποκύψω με τον καιρό. Τι καιρός είναι αυτός και σηκώνει τραμουντάνα μούτσε μου; Τιμονιέρης της ζωής μου, όμως είμαι εγώ κι οι επιλογές μου έχουν ονοματεπώνυμο. Ονοματεπώνυμο έχουν κι οι μη επιλογές μου. Άλλωστε πολλές φορές μας διαμορφώνουν τα όχι μας, που ειπώνονται συνήθως και πολύ δυσκολότερα από τα ναι. Αρνούμαι, δε θέλω, δεν μπορώ, κωλύομαι, στην παρούσα φάση της ζωής μου εστιάζω αλλού. Στο μέλλον ίσως να το εξετάσουμε αλλιώς το ζήτημα, γιατί τα δεδομένα αλλάζουν. Αν τα δεδομένα όμως άλλαζαν στερώντας μας την ελευθερία της επιλογής; Είναι αλλιώς να έχεις τη δυνατότητα για κάτι που δε θες (είτε γενικά, είτε στην παρούσα φάση) κι αλλιώς να συνειδητοποιείς ότι δεν την έχεις καν.
Πώς θα νιώθαμε απέναντι στην απολυτότητα της άρνησης; Τι συναίσθημα κυριαρχεί όταν οι αποφάσεις που μας καθορίζουν έρχονται εξ ουρανού; Ξαφνικά νιώθουμε μικροί κι έρμαια ή ξελαφρωμένοι από περιττές δεύτερες σκέψεις; Ανάλογα τι τύπος ανθρώπου είσαι και κατά πόσο αναζητάς την ευθύνη ή σε τι βαθμό τα γενόμενα είναι συμβατά με τις επιθυμίες σου και τον τρόπο αντίληψής σου.
Είναι φορές που γενικόλογες συζητήσεις σε θέλουν σχεδόν ετοιμοπόλεμο να πάρεις θέση στα ερωτήματά τους. Είναι άλλες που η άποψή σου θεωρείται στο περίπου διαμορφωμένη, διότι οφείλεις κι εσύ να κατηγοριοποιηθείς από τρίτους κι άλλες που αμφισβητείσαι αν διαφέρουν τα λεγόμενά σου, επειδή θα μάθεις κι εσύ με τον καιρό. Κι αν ο καιρός υποδύεται τον ρόλο απλήρωτου εκπαιδευτικού, εγώ αναρωτιέμαι ποιος εκπαιδεύει όλους αυτούς που καλοπροαίρετα ή ασυναίσθητα -οι γλυκούληδες μωρέ- επεμβαίνουν στις ζωές μας. Κι αν το όχι σου σε μια επιλογή το βάζουν στη ζυγαριά για να υπολογίσουν τη βαρύτητά του, τι γίνεται όταν ξαφνικά αποκτά το βάρος ελέφαντα; Εύχομαι να πατήσει τους αρνητισμούς και την αβεβαιότητα που σκορπούν.
Όταν μια επιλογή σου σού στερείται, απέναντι στην οποία δεν εξέφραζες επιθυμία υλοποίησης γενικά και σίγουρα, τότε ίσως και να νιώσεις ξαλαφρωμένος, διότι η ευθύνη μεταβιβάζεται από σένα σε μια αόριστη υπέρτατη δύναμη ή σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, μπορεί να μείνεις κι εντελώς ανεπηρέαστος σε φάση «τι είχαμε, τι χάσαμε». Απολύτως τίποτα, ομολογουμένως. Αν εξέφραζες αμφιβολία απέναντι στην επιλογή σου και την οριοθετούσες χρονικά σε ένα διάστημα μέχρι τώρα, ίσως και να σε επηρεάσει και να σε βάλει σε σκέψεις. Οι σκέψεις αυτές μπορεί να κυμανθούν από τη λύπη στη χαρά και να επιφέρουν μέχρι και κάποιας μορφής ωρίμανση. Διότι οι αποφάσεις μας ωριμάζουν, σε μεγαλύτερο βαθμό βέβαια όταν είναι δικές μας, αλλά ακόμα κι αυτές που δεν εξαρτήθηκαν από εμάς έχουν ένα τέτοιο αντίκτυπο. Ίσως να μπορούσαμε να ταυτίσουμε τις αποφάσεις και τις επιλογές που μας στερήθηκαν ξαφνικά με τον θάνατο. Ο θανόντας μας άφησε χρόνους, άσχετα με το εάν τον λάτρευες, εάν τον μισούσες ή εάν σου ήταν αδιάφορος. Απλώς πάει.
Απλώς πάει και ξαφνικά αυτό το «απλώς» δεν είναι τόσο απλό. Εάν το πηγαίναμε σε δίκη θα μας κέρδιζε κι ανάλογα τις βλέψεις μας, τις φιλοδοξίες μας, τον τρόπο αντίληψής μας και τα πιστεύω μας είτε θα το διασκεδάζαμε είτε θα κλαίγαμε σαν μωρά που τους έσπασε το παιχνίδι τους. Η διαφορά αυτού του παιχνιδιού με τ’ άλλα είναι ότι είναι αναντικατάστατο. Κι αν οι επιλογές είναι αόριστες κι άυλες τότε είναι μοναδικές. Και τα όχι στο πρόσωπο των επιλογών είναι μοναδικά επίσης, άσχετο με το εάν τα πληρώνεις, τα κερνάς, στα κερνάνε ή στα βάζουν κρυφά κι ύπουλα στο πότο εν αγνοία σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου