Ένα βράδυ στο μετρό της Αθήνας, επιστρέφοντας από ένα ακόμα επαγγελματικό ταξίδι, έτυχε να καθίσει δίπλα μου ένα αγόρι, σίγουρα αρκετά χρόνια μικρότερό μου. Μιλούσε δυνατά καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής χρησιμοποιώντας κυρίως απρεπείς χαρακτηρισμούς και φαινόταν να μην έχει επίγνωση της κατάστασης γύρω του. Δεν ήμουν σίγουρη αν απλώς αυτός ήταν ο τρόπος του ή αν είχε κάνει κάποια χρήση. Δεν άργησε να έρθει η στιγμή που το αγόρι αυτό με πρόσεξε. Αρχικά με ρώτησε τι κάνω και λίγο αργότερα τι ώρα ήταν.
Απέφυγα να του απαντήσω, όχι από περιφρόνηση αλλά γιατί είμαι από τους ανθρώπους που δεν αρέσκονται να πιάνουν κουβέντα με αγνώστους, ειδικά στο τέλος μιας κουραστικής κι απαιτητικής ημέρας. Δυστυχώς, ωστόσο, η αδιαφορία μου αυτή πυροδότησε μια άσχημη αντίδραση, με αποτέλεσμα να αρχίσει να βρίζει, να περπατάει πάνω κάτω στο βαγόνι και να φωνάζει έξαλλος πως «αυτή είναι η νοοτροπία της Αθήνας, δε μιλώ σε αγνώστους», «έχει γεμίσει ο τόπος ψώνια», «κάποιοι νομίζουν πως είναι καλύτεροί μας, επειδή φορούν ωραία ρούχα», «εγώ ρε μπορεί να είμαι πιο πλούσιος από σένα». Τη στιγμή εκείνη, δε βρήκα το θάρρος να του απαντήσω και να του εξηγήσω πως τίποτα απ’ όλα αυτά που σκεφτόταν δεν ίσχυε, καθώς ο φόβος που ένιωσα ήταν πιο δυνατός κι η σκέψη πως μπορεί να μου συνέβαινε κάτι κακό χωρίς αιτία κι αφορμή με παρέλυσε.
Αν είχα το θάρρος να του μιλήσω, θα του έλεγα πως σε καμία περίπτωση δεν ήταν η πρόθεσή μου να τον υποτιμήσω. Θα του εξηγούσα πως το γεγονός πως επιλέγω να μην του μιλήσω είναι δικαίωμα και επιλογή μου και πως δεν του δίνει το δικαίωμα να με στοχοποιήσει. Θα αστειευόμουν ρωτώντας τον τι ακριβώς πιστεύει πως κάνω τόσο πλούσια σ’ ένα βαγόνι του μετρό στις έντεκα το βράδυ. Δεν το έκανα όμως, γιατί είμαι άνθρωπος που νιώθει άβολα να μιλά με αγνώστους που γίνονται αγενείς και η αδιαφορία στις περιπτώσεις αυτές με κάνει να νιώθω πιο ασφαλής.
Δυο στάσεις αργότερα, το εξοργισμένο αγόρι κατέβηκε κι εγώ ένιωσα τεράστια ανακούφιση. Η σιωπή μου καθ’ όλη τη διάρκεια της ιδιαίτερης αλληλεπίδρασης μαζί του, μοιραία έφερε στο μυαλό μου την έννοια του μίσους που σε πολλές περιπτώσεις γίνεται συναίσθημα συνηθισμένο. Το μίσος με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι καθημερινά και τις περισσότερες φορές δεν καταφέρνουμε να έχουμε την παραμικρή αντίδραση απέναντί του. Μίσος για εκείνον που τα έχει καταφέρει κάπως καλύτερα από εμάς, για όσους πήγαν σε καλύτερο σχολείο ή πανεπιστήμιο, για όσους δείχνουν πιο όμορφοι ή καλλίγραμμοι, για όσους δε μας μοιάζουν.
Είναι κρίμα όλοι εκείνοι που μπαίνουν στον κόπο να εκφράζουν πικρία προφανώς για την εξέλιξη των δικών τους ζωών να μην αναλογίζονται ούτε στιγμή πως η ρητορική του μίσους, με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι καθημερινά, μπορεί να οδηγήσει στη διαιώνιση τρόπων σκέψης που μας κρατούν πίσω και από τους οποίους καλό θα ήταν να απαλλαγούμε αν θέλουμε να κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη.
Η λεκτική επίθεση που δέχτηκα εκείνο το βράδυ δε στάθηκε ικανή να με κάνει να νιώσω αντιπάθεια προς το αγόρι εκείνο, όσο άγχος και αμηχανία κι αν μου προκάλεσε η συμπεριφορά του. Αντιθέτως, με έκανε να νιώσω άβολα και μόνο στη σκέψη πως η δική μου συμπεριφορά τον έκανε να νιώσει άσχημα για τον εαυτό του. Αναλογίστηκα αν την περίοδο που εκείνος διαμόρφωνε τον δικό του χαρακτήρα είχε κάποιον δίπλα του να του δώσει μια συμβουλή, έναν φίλο να κάνει μια όμορφη συζήτηση σε μια παραλία, ανθρώπους-πρότυπα να του εξηγήσουν πως τα όμορφα πράγματα που βλέπουμε να συμβαίνουν στον κόσμο γύρω μας, κάποια στιγμή θα χτυπήσουν και τη δική μας πόρτα για να απαλύνουν τον δικό μας θυμό.
Την επόμενη φορά που έτυχε να πάρω το μετρό μετά το περιστατικό, το αγόρι αυτό ήρθε στο μυαλό μου και μαζί με αυτό και η ελπίδα πως η ζωή θα του τα φέρει έτσι, ώστε κάποια στιγμή να γλυκάνει το μέσα του.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.