Ένα τραγικό συμβάν σημειώθηκε χθες το πρωί στο λιμάνι της Ραφήνας, καθώς ένα μέλος του πληρώματος από αγκυροβολημένο πλοίο παρατήρησε στον βυθό δίπλα στο καράβι το πτώμα ενός ανθρώπου. Στο σημείο κατεύθασε δύτης αλλά κι οι αρχές που ανέσυραν το σώμα ενός άνδρα, το οποίο και παρέλαβε ασθενοφόρο για να το μεταφέρει στο νοσοκομείο για νεκροψία.
Απ’ ό,τι φαίνεται ο άνθρωπος που βρέθηκε ήταν ένας ηλικιωμένος 89 χρόνων που αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του το βράδυ της Δευτέρας, δένοντας τον εαυτό του σε ένα καρότσι και πέφτοντας στη θάλασσα. Στην προβλήτα βρέθηκαν προσωπικά του αντικείμενα, μια πατερίτσα αλλά κι ένα σημείωμα που έγραφε: «Παρακαλώ να φερθείτε με τη δέουσα προσοχή στο νεκρό σώμα μου. Φεύγω γιατί δε θέλω να είμαι βάρος στα παιδιά μου.»
Πόσο στενάχωρο είναι να βλέπουμε ανθρώπους να φεύγουν από τη ζωή με έναν τέτοιο τρόπο; Είναι ένα τραυματικό γεγονός για την οικογένεια αλλά και για τους επαγγελματίες που βρέθηκαν στο σημείο για να κάνουν τη δουλειά τους. Όσο κι αν το επάγγελμα επιτάσσει ή επιφυλάσσει την επαφή με νεκρά σώματα, η εμπειρία δε γίνεται ποτέ πιο ευκολοχώνευτη και συνήθως τέτοιες μνήμες δεν ξεγράφονται. Για την οικογένεια από την άλλη, ένα τέτοιο συμβάν αποτελεί χρόνιο τραύμα. Αρχικά γιατί έχασαν έτσι άδικα έναν δικό τους άνθρωπο, γιατί δεν πρόλαβαν να τον αποχαιρετήσουν και κυρίως δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το συμβάν. Ειδικά το τελευταίο, πολλές φορές αποτελεί κι αιτία το τραύμα να είναι ακόμη πιο βαθύ, μιας και οι τύψεις κι οι ενοχές που μπορεί να νιώθουν τα άτομα δεν είναι κάτι που μπορεί εύκολα κανείς να αποτινάξει από πάνω του.
Γιατί οι άνθρωποι οδηγούνται όμως σε μια τέτοια πράξη; Γιατί είναι στις ολοένα εξελισσόμενες κοινωνίες που ζούμε μια τέτοια απόφαση γίνεται ευκολότερη; Οι λόγοι είναι πολλοί και μπορεί να περιλαμβάνουν χρόνια νοσήματα, ψυχικά ή σωματικά, τραύμα από προηγούμενες εμπειρίες στη ζωή που δεν έχει ξεπεραστεί, αίσθημα ότι κάποιος δεν έχει νόημα να ζει ή γίνεται βάρος στους άλλους, όπως ακριβώς ανέφερε κι ο 89χρονος στο σημείωμα, αποφασίζοντας να αφαιρέσει τη ζωή του. Γιατί λοιπόν να νιώθει έτσι ένας άνθρωπος;
Κανείς, φυσικά, δεν μπορεί να επιρρίψει ευθύνες στην οικογένεια. Αυτός που δεν έχει κάνει σωστά τη δουλειά του, για άλλη μια φορά, είναι αυτό το έρημο το κράτος, το οποίο δεν προσφέρει την παραμικρή μέριμνα για την 3η ηλικία (εδώ που τα λέμε δεν υπάρχει καμία μέριμνα για καμία ηλικία γενικά). Οι συντάξεις των ανθρώπων είναι πενιχρές και σε καμία των περιπτώσεων δεν είναι αρκετές για να προσφέρουν ούτε τα αναγκαία. Δομές στήριξης για τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη, είτε αυτές αφορούν ψυχικά ή σωματικά νοσήματα, είτε αυτές αφορούν την κοινοτική φροντίδα και στήριξη ή τη φιλοξενία σε κρατικούς χώρους, δεν υπάρχουν. Φυσικό ακόλουθο λοιπόν είναι να επωμίζεται αναγκαστικά όλο το βάρος, οικονομικό αλλά και συναισθηματικό, η οικογένεια κι οι ηλικιωμένοι αναπόφευκτα νιώθουν άσχημα γι’ αυτό.
Πόσο δύσκολο είναι για έναν άνθρωπο που προηγουμένως ήταν ανεξάρτητος κι αυτοσυντηρούμενος, να είναι ή/και να νιώθει ανήμπορος χωρίς τη βοήθεια των άλλων; Μια τέτοια συνθήκη έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχολογία ενός ατόμου και δικαιολογημένα. Χάνονται η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθηση κι οι αρνητικές σκέψεις δεν αργούν πολύ να κατακλύσουν το μυαλό.
Οι αυτοκτονίες είναι παγκοσμίως ένα από τα πιο συχνά αίτια θανάτου. Αυτό λέει πολλά για τον κόσμο και την κοινωνία που ζούμε και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως φαινόμενο σήμερα, τώρα. Το πρόβλημα είναι οικουμενικό και μας αφορά όλους, αλλά μάλλον θα συμφωνήσουμε πως οποιουδήποτε είδους δομές στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτες κι η στήριξη του πολίτη λέξη άγνωστη στο λεξιλόγιο των ανθρώπων που βρίσκονται στην εξουσία. Οπότε παραμένει το ερώτημα, τι κάνουμε;
Άνθρωποι φεύγουν οικειοθελώς από τη ζωή κι ολόκληρες οικογένειες βυθίζονται στο πένθος και στιγματίζονται για χρόνια. Η κοινωνία και η πολιτεία λοιπόν πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσουν να σφυρίζουν αδιάφορα και να μας κάνουν τη χάρη να στρέψουν το βλέμμα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων και των ελλείψεων. Συλλυπητήρια στην οικογένεια.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου