Γράφει ο Νίκος.
Ξέρεις, δεν υπάρχει κάτι πιο εύκολο για μένα από το να σε θυμάμαι και να σκέφτομαι την ιστορία μας. Και ακόμα και αν έχουν περάσει 6 χρόνια από τότε, μου φαίνεται πως ήταν χθες η στιγμή που σε πέτυχα στο μαγαζί με τα βινύλια στη Μητροπόλεως και σε ρώτησα τι ψάχνεις. Θυμάμαι τόσο οικείο και ζεστό το χαμόγελό σου να γεμίζει τον χώρο και εμένα -ολόκληρο άντρα- να κοκκινίζω και να σκέφτομαι πως την πάτησα.
1 μέρα αργότερα βγήκαμε το πρώτο μας ραντεβού, 2 μέρες αργότερα πρέπει ήδη να είχαμε ανταλλάξει 1000 μηνύματα και πριν καν περάσει ο καιρός, εγώ ήμουν ερωτευμένος μαζί σου κι έλιωνα στη σκέψη και μόνο να σε έχω δικιά μου. Τους επόμενους μήνες τους περάσαμε αγκαλιά, κάνοντας βόλτες στην παραλία και τα κάστρα κι έπειτα γνωρίζοντας μικρά συνοικιακά μαγαζιά -γιατί όπως έλεγες έπρεπε να δίνουμε σ’ όλα μια ευκαιρία. Πηγαίναμε συχνά σινεμά και μετά χωνόμασταν σε κάποιο στενάκι να σου δώσω φιλιά και να σε κρατήσω.
Βάλαμε σιγά-σιγά και την ταμπέλα μας νιώθοντας σαν μικρά παιδιά που ερωτοτροπούν για πρώτη φορά και συνεχίσαμε να κάνουμε ο,τι όλα τα άλλα ζευγάρια. Βγαίναμε, μιλούσαμε, κάναμε έρωτα, περνούσαμε χρόνο με τους φίλους μας, κι ο καιρός περνούσε. Κι εμείς αγνοούσαμε πως πλησιάζει η αποφοίτησή σου και πως το επόμενό σου βήμα είναι η μετανάστευση. Έκανα πως δεν το ήξερα, έκανες πως δε θα φύγεις. Δε μιλούσαμε για αυτό, δεν αναφέραμε τίποτα σχετικά μ’ αυτό, προσποιούμασταν πως δε θα συμβεί ποτέ.
Η στιγμή που έπρεπε να το συζητήσουμε όμως έφτασε, γιατί κάποια στιγμή δεν είχαμε κι άλλη επιλογή. Έπρεπε να πάρουμε μια απόφαση, να μιλήσουμε, να ανοιχτούμε, να μοιραστούμε τα αισθήματά μας. Εγώ δεν ήθελα να φύγω κι εσύ δε δεχόσουν κάτι διαφορετικό. Είχες τα όνειρά σου και το καταλαβαίνω, έπρεπε να κάνεις το σωστό και το έκανες. Εγώ εδώ ήμουν τακτοποιημένος, είχα τη δουλειά μου, το διαμερισματάκι μου, τους φίλους μου. Δεν ήθελα να ξεβολευτώ ή να πάρω ρίσκα -αυτά ήταν πάντα για σένα.
Κι έτσι έμεινα. Σε χαιρέτησα ένα βράδυ τρίτης στο αεροδρόμιο, σαν να μην έγινε τίποτα και πήγα σπίτι να κλάψω -ακόμα κι αν ήξερα πως ήταν δική μου απόφαση και δε θα έπρεπε να παραπονιέμαι. Πάνω στο εξάμηνο το είχα ήδη μετανιώσει ειλικρινά και σκεφτόμουν να σου στείλω «έρχομαι». Πάνω στον χρόνο άκουσα πως ήρθες για λίγες μέρες διακοπές και σκεφτόμουν να σου χτυπήσω την πόρτα και να σου ζητήσω να μου δώσεις μία ακόμα ευκαιρία. Συνέχισα όμως να δειλιάζω και ο καιρός πέρασε, πολύ φοβόμουν πως δεν ήμουν πια καλεσμένος.
Μια μέρα σε πέτυχα στην Αριστοτέλους μες στο κατακαλόκαιρο. Τον κρατούσες από το χέρι και του ζητούσες να προχωρήσει πιο γρήγορα για να προλάβετε. Τον φωνάξεις μ’ ένα ξένο όνομα που δεν άκουσα καλά και προχωρήσατε. Γύρισα από την άλλη για να μη με δεις και νομίζω πως πέτυχα τον στόχο μου.
Εκείνη την ημέρα θρήνησα βουβά και αποφάσισα να συνεχίσω τη ζωή μου και παρ’ όλο που δύο χρόνια τώρα το προσπαθώ καθημερινά, δεν έχω καταφέρει και πολλά.
Σε θυμάμαι ακόμη με το φόρεμα σου να διαλέγεις βινύλια, να με κοιτάς ντροπαλά και να περιμένεις να έρθω για να σου μιλήσω. Σε θυμάμαι γύρω μου να με κοιτάς σαν μούσα και στο σπίτι να τριγυρνάς με το κοντομάνικο σου και τα μαλλιά σου σφιχτά σε κότσο.
Ξέρεις μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να μη σε σκέφτομαι, αλλά πλέον ξέρω πως δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς.