Η εξιχνίαση εγκληματικών πράξεων, συχνά, είναι ένα σύνθετο έργο που δεν ολοκληρώνεται επιτυχώς ή που χρειάζεται αρκετός χρόνος προκειμένου οι ερευνητές να βρουν την άκρη του νήματος. Πολλά εγκλήματα δεν εξιχνιάζονται ποτέ, ενώ άλλα μπορεί τελικά να εξηγηθούν μετά από ολόκληρες δεκαετίες. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκει και η δολοφονία της Τζούελ Λάνγκφορντ, το πτώμα της οποίας βρέθηκε το 1975, αλλά ταυτοποιήθηκε το 2020, ενώ οι σχετικές πληροφορίες αποκαλύφθηκαν από την αστυνομία μόλις πριν από λίγες ημέρες.

Η Λάνγκφορντ, που όταν χάθηκε ήταν 48 ετών, καταγόταν από το Τενεσί των Η.Π.Α. και ήταν ιδιοκτήτρια κέντρου spa σε συνεργασία με τον πρώην σύζυγό της, μιας επιχείρησης αρκετά πρωτοπόρας για την εποχή της. Η Λάνγκφορντ ήταν σεβαστό πρόσωπο στην κοινωνία του Τζάκσον του Τενεσί λόγω της επιχειρηματικής της δράσης. Τον Απρίλιο του 1975 ταξίδεψε στο Μόντρεαλ απ’ όπου δεν επέστρεψε ποτέ με αποτέλεσμα η οικογένειά της να δηλώσει την εξαφάνισή της. Στις 3 Μαΐου, ένα πτώμα γυναίκας βρέθηκε να επιπλέει στον ποταμό Nation του Οντάριο του Καναδά, αλλά λόγω της έλλειψης των τεχνολογικών μέσων εκείνη την εποχή, δεν μπόρεσε να γίνει κάποια ταυτοποίηση. Η νεκρή γυναίκα, ελλείψει στοιχείων, αναφερόταν ως «η κυρία του ποταμού Nation». Όπως εντοπίστηκε, η γυναίκα είχε στραγγαλιστεί μ’ ένα καλώδιο τηλεόρασης, ενώ οι αστράγαλοί της είχαν δεθεί με ανδρικές γραβάτες και το πρόσωπό της ήταν τυλιγμένο με μια πετσέτα.

Όλα αυτά τα χρόνια, είχαν γίνει κάποιες προσπάθειες ταυτοποίησης της σωρού, χωρίς αποτέλεσμα. Το 2017, είχε γίνει μια προσπάθεια ανασύνθεσης του προσώπου με τρισδιάστατη αναπαράσταση, αλλά και αυτή ήταν ανεπιτυχής, ώστε να προσδιοριστεί η ταυτότητα της γυναίκας. Φαίνεται, τελικά, όμως ότι η τεχνολογία και η πρόοδος που έχει επιτελεστεί στη γενετική εγκληματολογική τεχνολογία βοήθησε στην ταυτοποίηση του θύματος, ακόμα και σχεδόν 50 χρόνια μετά. Η υπόθεση της Λάνγκφορντ ήταν η πρώτη περίπτωση που η τεχνολογία αυτή εφαρμόστηκε επιτυχώς. Συγκεκριμένα, στα τέλη του 2019 λήφθηκε ένα νέο προφίλ DNA της Λάνγκφορντ από το Κέντρο Εγκληματολογικών Επιστημών στο Τορόντο το οποίο ταίριαζε με δείγματα που συλλέχθηκαν από δύο άτομα που ανήκαν στο γενεαλογικό δέντρο του θύματος. Η οικογένειά της πάλεψε για δεκαετίες ώστε να μάθει τι συνέβη στη Λάνγκφορντ. Τα λείψανά της επαναπατρίστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2022, όπου πραγματοποιήθηκε μνημόσυνο και ταφή. Η ανιψιά της, Ντενίζ Τσανγκ, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της στις αρχές για την εξιχνίαση της υπόθεσης, αλλά περιμένει την καταδίκη του ενόχου για τον οποίο, επίσης, μόλις αυτήν την εβδομάδα δόθηκαν πληροφορίες. Η Τσάνγκ δήλωσε ότι «είμαι πολύ χαρούμενη και ευγνώμων που γνωρίζουμε ότι επιτέλους είναι στο σπίτι, αλλά θα ήθελα να δω την απονομή της δικαιοσύνης και το άτομο που το έκανε αυτό…να αναλάβει την ευθύνη για το έγκλημα». Η έρευνα που διήρκεσε τόσο καιρό κατέληξε στον εντοπισμό του φερόμενου ως δράστη του φόνου της Λάνγκφορντ, του 81χρονου σήμερα Ρόντνεϊ Νίκολς από τη Φλόριντα ο οποίος φαίνεται ότι γνωριζόταν με την άτυχη γυναίκα. Αν και η κατηγορία του αποδόθηκε από το 2022, δεν εκδόθηκε τότε, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η έκδοσή του από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέχρι τώρα, ο Νίκολς δεν έχει εμφανιστεί στο δικαστήριο. Με βάση πληροφορίες που μετέδωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός Radio-Canada ο Νίκολς και η Λάνγκφορντ ζούσαν μαζί την εποχή της εξαφάνισής της, το 1975. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει σαφώς περίεργο το γιατί δεν υπήρξε σύνδεση ανάμεσα στην εξαφάνιση της Λάνγκφορντ και της ανακάλυψης του πτώματος μιας γυναίκας την ίδια περίοδο.

Η περίπτωση της Λάνγκφορντ θα μπορούσε να αποτελέσει μια ακόμα από τις λεγόμενες “cold cases” της αστυνομίας, δηλαδή, αυτές που δεν εξιχνιάζονται ποτέ. Φαίνεται, όμως, ότι η επιμονή κάποιων αξιωματικών, αλλά και της οικογένειας του θύματος μπόρεσε να αποκαλύψει το τι συνέβη τελικά στο θύμα. Οι παραλείψεις, βέβαια, στην αρχική έρευνα είναι σαφείς, ενώ είναι αμφίβολο το αν τελικά μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη, δεδομένου ότι ο φερόμενος δράστης όλα αυτά τα χρόνια ζούσε ανενόχλητος και πλέον είναι υπερήλικας ώστε να μπορέσει να εκτίσει ποινή φυλάκισης.

 

Πηγή Φωτογραφίας

Συντάκτης: Σοφία Γουρνά
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου