Όπως ήδη ξέρεις, η κατανόηση της οπτικής ενός άλλου ατόμου δεν είναι εύκολο πράγμα, απαιτεί διάθεση για συζήτηση, ενσυναίσθηση και πολλές φορές χαμηλό εγωισμό. Θα πρέπει να βάλεις στην άκρη όλα όσα ξέρεις ή νομίζεις πως ξέρεις για το άλλο άτομο, όταν αυτό σου ζητάει να σου μιλήσει σοβαρά, θα πρέπει να κάνεις χώρο μέσα σου γιατί διαφορετικά μπορεί να το χάσεις. Έτσι, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα πραγματικά σπουδαίο κατόρθωμα να κατανοείς βαθιά και ουσιαστικά τον συνάνθρωπο κι αυτό διότι όλοι μας έχουμε διαφορετικά συναισθήματα και εμπειρίες -άρα βλέπουμε κι από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Αντιδρούμε διαφορετικά παρ’ όλο που ίσως και να έχουμε βιώσει την ίδια ή παρόμοια κατάσταση κι εφόσον δεν είμαστε ίδιοι οι άνθρωποι, αυτό είναι λογικό. Όλες αυτές οι διαφορετικές εμπειρίες είναι αναγκαίες για να αναπτύξουμε τις ικανότητές μας για κοινωνική επίγνωση. Όσο περισσότερο εξασκούμαστε στην ανάλυση της συμπεριφοράς των άλλων αλλά και της δική μας, τόσο πιο πιθανό είναι να αναπτύξουμε αυτές τις πολύτιμες ικανότητες και να έρθουμε κοντά με τους ανθρώπους π’ αγαπάμε.
Μα όπως ήδη είπαμε, το πιο βασικό είναι πριν ακούσουμε τον άλλον, να απογυμνωθούμε απ’ όλα όσα νομίζουμε πως ξέρουμε. Να τον ακούσουμε σαν να μαθαίνουμε πρώτη φορά γι’ αυτόν τον άνθρωπο -δίχως να σκεφτόμαστε όσα έχουμε ακούσει από τη γειτονιά κι από το σόι, γιατί η βαθιά κατανόηση του άλλου προκύπτει από την αφαίρεση των ερμηνειών που του έχουμε δώσει.
Θα πρέπει να διευκρινίσουμε όμως ότι η έννοια της κατανόησης συχνά μπερδεύεται με την έννοια της ενσυναίσθησης, αφού αυτές οι δύο έννοιες έχουν κοινές ρίζες αλλά δεν είναι ίδιες. Και οι δύο βέβαια, θα μπορούσαν να θεωρηθούν προσόντα, που όλοι θα θέλαμε να έχουμε και να είμαστε σε θέση να καλλιεργήσουμε με κάθε ευκαιρία.
Στην εποχή που ζούμε ωστόσο χρειάζεται κάτι παραπάνω από το να κατανοούμε απλώς τους άλλους. Επιβάλλεται κατά μια έννοια να είμαστε σε θέση να αντιλαμβανόμαστε, πώς ακριβώς αισθάνεται ο άνθρωπος που έχουμε απέναντί μας, να νιώθουμε την ποιότητα και την ένταση του συναισθήματός του, αυτά που τον βασανίζουν κι αυτά που τον κάνουν χαρούμενο, διαφορετικά είναι πολύ πιθανό κάποια στιγμή να τον χάσουμε από τη ζωή μας. Αυτό είναι η ενσυναίσθηση, η οποία θεωρείται για πολλούς ως μια εξέχουσα αρετή, γιατί, ακριβώς μας επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε όλα τα μοναδικά συναισθήματα που βιώνει κάποιος. Πρόκειται για τη συναισθηματική ταύτιση μ’ ένα άλλο άτομο, την αναγνώριση και την κατανόηση της θέσης, των σκέψεων, του συναισθήματος, ή ακόμα της κατάστασης του άλλου. Όλοι πολύ την έχουμε, κάποιοι βέβαια την αξιοποιούμε και κάποιοι άλλοι την αγνοούμε. Και για να υη χρησιμοποιήσουμε στο έπακρο είναι απαραίτητο να σταματήσουμε να πιστεύουμε πως τα γνωρίζουμε όλα για τον συνομιλητή μας και τη ζωή του. Να σταματήσουμε να γυρνάμε όσα συνέβησαν σ’ εκείνον γύρω από δικές μας εμπειρίες και να αντιληφθούμε πως δε γνωρίζουμε τι έχει περάσει ο καθένας και πόσο εύκολα ή δύσκολα τα βρήκε στην πραγματικότητα.
Η σημαντικότητα της ενσυναίσθησης έγκειται στο γεγονός ότι όταν ένα άτομο είναι σε θέση να τη χρησιμοποιήσει, μπορεί να αναγνωρίσει, να αντιληφθεί και να αισθανθεί αυτό που αισθάνεται ο άλλος. Επί της ουσίας, μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να βάλει τον εαυτό του στη θέση του άλλου, να κατανοήσει τη συμπεριφορά του και να αναγνωρίσει τα κίνητρά της. Αποτελεί, εν ολίγοις, ένα εξαιρετικά ισχυρό εργαλείο επικοινωνίας και υγιούς κοινωνικοποίησης, που μας επιτρέπει να καταλάβουμε σε βάθος όχι μόνο τους άλλους αλλά και τους εαυτούς μας.
Πέραν των υπολοίπων, η έννοια της ενσυναίσθησης ξεκινά με την αντίληψη των συναισθημάτων των άλλων όπως ήδη είπαμε. Σαφώς και θα ήταν πιο εύκολο να αντιληφθούμε τα συναισθήματα τους αν εκείνοι απλά μας τα έλεγαν -πολλές φορές όμως, οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν τα συναισθήματά τους ή βρίσκονται σ’ άρνηση όσον αφορά σ’ αυτά. Γι’ αυτό και εμείς πρέπει να τους ρωτήσουμε, να καταλάβουμε τα υπονοούμενά τους και να προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τη συμπεριφορά τους και τα κίνητρά τους. Οι εκφραστικοί άνθρωποι γίνονται κατανοητοί πιο εύκολα, επειδή τα μάτια και οι εκφράσεις του προσώπου τους μας βοηθούν να νιώσουμε κι εμείς οι ίδιοι το πώς αισθάνονται. Υπάρχουν και αυτοί βέβαια που δεν εκφράζονται με τόση ευκολία, είτε γιατί δεν μπορούν είτε πολύ απλά επειδή αυτό είναι στοιχείο του χαρακτήρα τους. Εδώ είναι που η ενσυναίσθηση λειτουργεί ως κλειδί της πόρτας των συναισθημάτων των άλλων.
Είναι σημαντικό να είσαι καλός ακροατής και παρατηρητής όταν μιλάς με τον συνάνθρωπό σου, τον φίλο, τον συγγενή ή απλά έναν γνωστό που θέλησε να σου μιλήσει. Παρ’ όλα αυτά, για να είναι κάποιος καλός ακροατής, πρέπει να αφήνει τον συνομιλητή του να καθοδηγεί τη συζήτηση και να απαλλαχθεί πλήρως από την ιδέα πώ γνωρίζει ποιος είναι. Να τον ακούει με προσοχή και να μην τον διακόπτει, προσφέροντας παράλληλα λεκτικές και μη λεκτικές ενδείξεις ότι τον παρακολουθεί. Ως ακροατής πρέπει πρώτα να εντοπίσεις τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο συνομιλητής σου. Χρειάζεται, επίσης, να παρατηρείς προσεκτικά τις αλλαγές -μικρές ή μεγάλες- στη συμπεριφοράς του. Δε φτάνει, λοιπόν, να κατανοείς απλώς το συνομιλητή σου και να μένεις σε μια πιο επιφανειακή προσέγγιση του πώς νιώθει ο άλλος. Η ενσυναίσθηση είναι μια ικανότητα που, αν και όλοι διαθέτουμε, την αγνοούμε, ενώ, θα έπρεπε να την αξιοποιούμε γιατί ο κόσμος σήμερα έχει ανάγκη από καλούς ακροατές. Δεν είναι αρκετό απλώς να καταλαβαίνεις τι περνάει ο άλλος. Αν ενδιαφέρεσαι να ακούσεις, ανοίγεις και την καρδιά σου χρησιμοποιώντας την ενσυναίσθηση.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου