Εκείνο το βράδυ, που το μυαλό δεν μπορούσε να σε βγάλει και ήθελα να σε δω, να σ’ αγκαλιάσω για μια ακόμη φορά, εκείνο το βράδυ αποφάσισα να στείλω μήνυμα στους κοινούς φίλους. Xωρίς καμία ενοχή, χωρίς την παραμικρή συστολή, λες κι έκανα την παραγγελία μου στον dj, ζήτησα να σε προσκαλέσουν κι εσένα στο πάρτι που διοργάνωναν. Ένιωσα σαν να οργανώνω το τέλειο έγκλημα. Δεν μπορούσαν να μου αρνηθούν να γίνουν συνεργοί μου, ήξεραν ότι μεταξύ μας δεν είχε τελειώσει τίποτα. Μια συνάντηση, που τη φαντάστηκα σαν ένα σενάριο που γράφεται στις πιο καλογυρισμένες ταινίες μυστηρίου. Με την αγωνία να αναμιγνύεται με ανυπομονησία, ενώ η καρδιά χτυπάει ταχύτερα, σχεδόν έξαλλα χωρίς κανένα ένστικτο αυτοσυντήρησης. Με όλες τις μνήμες να επαναστατούν, από την αποθηκευμένη αγάπη κι ευτυχία που είχαμε κάποτε μοιραστεί. Για ένα βράδυ, ας γυρνούσε ο κόσμος ανάποδα. Αρκεί να σ’ έβλεπα.

Δεν ήμουν σίγουρη αν θα ερχόσουν. Κι όμως, ήρθες. Όπως πάντα στην ώρα σου. Πάντα ευγενικός, χαιρέτησες όλους μ’ αυτό το απίστευτα αστραφτερό χαμόγελό σου, τη θετική σου αύρα που αμέσως φώτισε την ατμόσφαιρα. Δε γίνεται, σκεφτόμουν, θα έπρεπε να είχες κατέβει έστω λίγο μέσα μου, μα εσύ είχες φτάσει και σκίσει το ταβάνι κι ανηφόριζες για ουρανό.

Πλησίασες κοντά μου, μου κόπηκαν τα πόδια. Aυτή η μυρωδιά, το ίδιο διαπεραστικό βλέμμα σου, το άγγιγμά του δέρματός σου αναστάτωσαν αυτόματα κάθε κύτταρό μου. Η φωνή μου έτρεμε. Μετά δυσκολίας βγήκαν κάποιες πρώτες λέξεις. Ντοπαρισμένη από ενθουσιασμό δεν αντιλαμβανόμουν καν τι έλεγα. Κι οι αναμνήσεις χτύπησαν σαν άγρια σκυλιά που τα μάντρωσες για μέρες ατάιστα. Μ’ αγκάλιασες, ένιωσα κυριολεκτικά να χάνω έναν παλμό, ίσως και παραπάνω. Τριγύρω μας ο κόσμος εξαφανίστηκε, σαν να είμαστε μόνοι. Ξέχασα τον χρόνο, τον χώρο, τις μουσικές. Ξανά μόνο εσύ κι εγώ.

Χορέψαμε για λίγο, κάναμε πως μιλάμε μ’ άλλους, βάλαμε και δυο ποτά. Ποτέ σε ακτίνα που να μην μπορούμε να πλησιάσουμε με δυο βήματα. «Θα κάτσεις πολύ;» με ρώτησες. «Όσο κι εσύ» απάντησα. Tότε, με πήρες απ’ το χέρι μπήκαμε στο αμάξι σου. Καταλήξαμε με ένα μπουκάλι κρασί που κλέψαμε απ’ το πάρτι και παπούτσια στο χέρι, να περπατάμε στο φρέσκο αεράκι της παραλίας μας. Της δικιάς μας παραλίας.

Αυτή η οικειότητα, οι αλήθειες μας, ο τρόπος που γελούσες με τ’ αστεία μου. Το πρόσωπό σου κοντά στο δικό μου, θεέ μου τι να ταιριάζει περισσότερο δίπλα μου από σένα; Έπρεπε να μου θυμίζω να αναπνέω κάθε που πλησίαζες μέχρι να με φιλήσεις. Οι αισθήσεις μου, τόσο ευαίσθητες στο άγγιγμα που νόμιζα πως έχω λαμπαδιάσει. Το τέλειό μου έγκλημα, μόλις είχε ολοκληρωθεί.

Με το φως της ημέρας όμως, ξεπρόβαλε και η πραγματικότητα. Η λάμψη στα μάτια μας αντικαταστάθηκε από την ένταση της εμπειρίας που μόλις είχαμε ζήσει. Η ερωτική έκσταση από μικρή σιωπηλή αμηχανία. Μείναμε μαζί αγκαλιά μέχρι το πρωί, μια αγκαλιά διαφορετική από όλες τις άλλες, σαν αντίο που δε θέλαμε να ξεστομίσουμε.

Σ’ ευχαριστώ για όλα όσα μοιραστήκαμε, κι αν δεν στο είπα τότε, που με άφησες σπίτι μου λέγοντάς μου να προσέχω, στο λέω τώρα. Να μπορούσα να σε είχα κάθε μέρα να μοιραζόμαστε πιο συχνά τις σκέψεις μας, θα το ήθελα, το ζητάω ακόμη καμιά φορά, δε θα σου πω ψέματα. Αυτό σκεφτόμουν, άλλωστε, όση ώρα με κοιτούσες, ότι ήθελα να κρατήσει αυτό το βράδυ για πάντα. Όμως τα όμορφα τελειώνουν κι αφήσουν πίσω τους μια γλυκιά και πικρή ανάμνηση συνάμα. Αυτός ο αναθεματισμένος αποχωρισμός, συμβαίνει για κάποιο λόγο, τελικά.

Μια σφιχτή αγκαλιά, ένα φιλί στο μέτωπο αυτό που πάντα μου έδινες, ένα τελευταίο παθιασμένο φιλί που τελειωμό δεν είχε κι ένα βλέμμα γεμάτο ηδυπάθεια είναι όσα κρατάω κι ας ξέρω πως δε θα υπάρξει επόμενη φορά. Μου λείπεις. Θα μου λείπεις. Κι ανεξάρτητα από το πού θα τραβάνε οι δρόμοι μας, θα σ’ αγαπώ και θα σε νοιάζομαι πάντα. Κι αν κάποιο βράδυ νιώσεις πως θέλεις να κάνεις ένα τέλειο έγκλημα, να ξέρεις πως σε μένα θα βρίσκεις πάντα τον συνεργό σου.

 

ΥΓ: Ο δικός μας κύκλος, θα ανοίγει ξανά και ξανά και ξανά. 

Συντάκτης: Ρεβέκκα Κωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου