Αδιαμφισβήτητα η εκπαίδευση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της γνωστικής και προσωπικής μας ανάπτυξης, εδώ κι αιώνες. Είναι για πολλούς ίσως ο μοναδικός τρόπος κι η μοναδική μέθοδος βελτίωσης των συνθηκών της ζωής ή καλύτερα, το πρόπλασμα της μετέπειτα κοινωνικής τους εξέλιξης. Αρκετοί θεωρούν πως η εκπαιδευτική διαδικασία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτύχει κανείς τις προσωπικές του προσδοκίες. Αλλά κατά πόσο είναι κανείς σίγουρος ότι είναι όντως δικές του;

Η γενιά του 2000 κι έπειτα, κατακλύζεται τις περισσότερες φορές από στερεοτυπικές απόψεις κι αντιλήψεις που θέλουν τα παιδιά να υποχρεώνονται να πάνε σχολείο, να υποχρεώνονται ν’ ακολουθήσουν την ακαδημαϊκή τους εκπαίδευση σε κάτι τελείως αδιάφορο γι’ αυτά κι εν τέλει να ζουν μια ζωή που δεν επέλεξαν ως ενήλικες, στηριζόμενοι κατά κύριο λόγο σε απωθημένα γονέων και λοιπών συγγενών. Φυσικό επακόλουθο είναι να δημιουργήσουν παιδιά φοβισμένα, άβουλα, δίχως κριτική σκέψη που θα δυσκολευτούν στην πορεία της ζωής τους να ανταπεξέλθουν στις ιδιαιτερότητες και τις παγίδες που ενυπάρχουν στη ζωή.

Μια άλλη μάστιγα που κατακλύζει τα τελευταία χρόνια την ελληνική εκπαιδευτική διαδικασία είναι η αναγκαιότητα των υψηλών βαθμών και η επιβολή κυρώσεων, εάν δεν επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τα παιδιά, αναγκάζονται να κυνηγήσουν τον βαθμό κι όχι τη γνώση. Λίγο οξύμωρο, δε νομίζετε; Πώς θεωρείτε ότι θα έρθουν οι «υψηλοί» βαθμοί των παιδιών, αν κυνηγάνε τον βαθμό «αυτό καθ’ αυτό» κι όχι τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί αυτός; Η πρακτική αυτή δημιουργεί τεράστιο ψυχολογικό άγχος και πίεση στους μαθητές με αποτέλεσμα να αδυνατούν να πετύχουν, ακόμη κι αν είναι σε θέση.

Και φυσικά, δεν έχουν μόνο οι γονείς ή ο οικογενειακός περίγυρος μερίδιο ευθύνης, αλλά και το ίδιο το σχολείο με την ανάπτυξη των κοινωνικών ανισοτήτων που αναπαράγει. Σύμφωνα με μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, τα πορίσματα που βγήκαν φανέρωσαν τη μεγάλη συμβολή του σχολείου στην αναπαραγωγή, τη διατήρηση και συνάμα την υιοθέτηση από το μαθησιακό κοινό, των παραγόμενων μαθησιακών ανισοτήτων που απορρέουν από τις διακρίσεις που υφίστανται οι οικογένειες στον κοινωνικό τομέα. Ακράδαντα, φανερώνεται ότι η οικονομική ευεξία κι η κατοχή θέσεων υψηλού γοήτρου, αποτελούν επαρκή εφόδια ώστε να δοθούν στο παιδί περισσότερες ευκαιρίες μάθησης, εν αντιθέσει με αυτές που θα δοθούν σε ένα παιδί που κατάγεται από οικογένεια που παλεύει να βιοποριστεί. Συχνά, οι περισσότεροι επιτυχόντες μαθητές, είναι απόγονοι εύπορων οικογενειών, αν και στις μέρες έχει αρχίσει να ανεβαίνει το μαθησιακό επίπεδο των μαθητών που δεν ευτύχισαν να γεννηθούν από κοινωνικά αρεστούς γονείς.

Από τα προαναφερθέντα, μπορεί κάλλιστα να δημιουργηθεί μια πρώτη οπτική της αληθινής εκπαιδευτικής πραγματικότητας, μπροστά στην οποία όλοι μας, τόσο οι εκπαιδευτικοί, όσο κι οι απλοί πολίτες, τις περισσότερες φορές εθελοτυφλούμε και σκόπιμα δε θέλουμε να δώσουμε βάση ή να εκφέρουμε κάποια άποψη. Θα πρέπει να αναλογιστούμε πως τα παιδιά μας είναι οι κύριοι δέσμιοι αυτών των εκπαιδευτικών πράξεων, των οποίων η δράση είναι πολύ πιθανό να τα επηρεάσει, τόσο στην μετεξέλιξή τους, όσο και στη μετέπειτα κοινωνική τους ζωή.

Για τον λόγο αυτό οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να αναλογιστούν τη θέση και το λειτούργημα που ασκούν και να μην προβαίνουν σε κατάχρηση εξουσίας, μα αυτό είναι άλλη συζήτηση, που της αξίζουν δικές της λέξεις.

Συντάκτης: Βασίλης Γκιλιόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου