Η Μαριάννα Βαρδινογιάννη ήταν μία από τις γυναίκες που ταύτισαν το όνομα τους με τη φιλανθρωπία και τη βοήθεια σ’ όποιον άνθρωπο έχει ανάγκη, περισσότερο όμως το κοινωνικό της έργο και η τεράστια προσφορά της ταυτίστηκαν με τα χιλιάδες παιδιά που βοήθησε με την ίδρυση του συλλόγου «Ελπίδα» κι «Όραμα Ελπίδας» έμπρακτη αρωγός παιδιών με καρκίνο. Άρρηκτα συνδεδεμένη με την αλληλεγγύη έγινε μητέρα και γιαγιά, όχι μόνο για τα 5 δικά της παιδιά, τα 11 εγγόνια και το 1 δισέγγονο αλλά και για όλα εκείνα που έσωσε με το μεγαλείο της ψυχής της, δίνοντας τον χρόνο και μοιράζοντας τη ζωή της με ουσιαστικό τρόπο. Ξεκίνησε για το αιώνιο ταξίδι της σκορπώντας όμως πίσω της τεράστια θλίψη για την απώλειά της και ταυτόχρονα αφήνοντας μια σπουδαία υστεροφημία με το τεράστιο και σημαντικό φιλανθρωπικό της έργο.
Γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Ερμιόνη στα μαύρα χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου, ενώ τα πρώτα της χρόνια μαζί με την αδερφή της τα πέρασαν στη Νοτιοανατολική ακτή της Αργολίδας τόπο καταγωγής της μητέρας της -η καταγωγή του πατέρα της ήταν λίγο έξω από το Λεωνίδιο. Στη διάρκεια του Εμφυλίου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ερμιόνη εξαιτίας της απόπειρας σύλληψης του εμπόρου πατέρα της κι έφτασαν στον Πειραιά όπου και έμειναν μέχρι το τέλος του Πολέμου. Κατόπιν επέστρεψαν στην Ερμιόνη, τέλειωσε εκεί το Δημοτικό σχολείο, και στη συνέχεια η μητέρα της που πίστευε πολύ στην εκπαίδευση την έπεισε -παρ’ όλο που εκείνη δεν ήθελε- να φύγει από το μέρος που μεγάλωσε και να πάει στην Αθήνα για τις Γυμνασιακές της σπουδές. Από τα οκτώ της χρόνια έμαθε επίσης Αγγλικά και στη συνέχεια έφυγε για να σπουδάσει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ στο Κολοράντο.
Φυσικά δεν ήταν μία τυχαία επιλογή το Κολοράντο, αφού ακολούθησε τον μετέπειτα σύζυγό της Βαρδή Βαρδινογιάννη τον οποίο είχε γνωρίσει όντας ακόμη μαθήτρια σ’ ένα συγγενικό σπίτι στον Πειραιά. Εκείνος ήταν Αξιωματικός του Πολεμικού Βασιλικού τότε Ναυτικού κι ο έρωτας τους ήταν αμοιβαίος. Έτσι μαζί με τις σπουδές της ακολούθησε τον έρωτα της ζωής της στο Κολοράντο όπου εκείνος είχε ως Σημαιοφόρος του Ναυτικού αποσταλεί από το Σώμα στη Χαβάη και την Καλιφόρνια με αποστολή την παραλαβή κάποιων επισκευασμένων παλιών πολεμικών πλοίων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που δινόταν στην Ελλάδα, ως Αμερικανική Στρατιωτική Βοήθεια. Μάλιστα αλληλογραφούσαν συνέχεια και σε αντίθεση με την απόσταση που τους χώριζε ένιωθαν πιο κοντά από ποτέ.
Το ίδιο ταξίδι έγινε κι όταν εκείνος μετατέθηκε προσωρινά για μετεκπαίδευση στη ναυτική βάση του Πόρτσμουθ στην Αγγλία, όπου και πάλι πήγε μαζί του και δοκίμασε να διδαχτεί Ιστορία της Τέχνης, την οποία αγαπούσε. Τις σπουδές της δεν πρόλαβε να της τελειώσει και ούσα μητέρα αλλά και γιαγιά πλέον σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στο Deree και έκανε τη διατριβή της στην Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Sheffield. Τον καρμικό έρωτα τους τον σφράγισαν με τον γάμο τους τον Μάιο του 1961, με κουμπάρο τον Χρήστο Λαμπράκη. Την έγγαμη και οικογενειακή ζωή τους την εγκαινίασαν στο σπίτι της στο ύψος της Πατησίων, στην Κυψέλη. Εδώ γεννήθηκαν τα τρία τους παιδιά, πριν μείνουν στην οδό Φωκίωνος Νέγρη, αφού η πρώτη τους κατοικία, ήταν εγγυήτρια για το δάνειο που εκείνος πήρε ώστε μαζί με τον αδελφό του Νίκο να δημιουργήσουν την πρώτη τους επιχειρηματική αφετηρία, η οποία ήταν ο σταθμός ανεφοδιασμού ναυτιλιακών καυσίμων στους Καλούς Λιμένες, νότια στα παράλια του νομού Ηρακλείου. Εκείνη παρ’ όλο που ήταν μητέρα, γνωρίζοντας εξαιρετικά Αγγλικά δούλευε στην Αμερικάνικη Πρεσβεία στην Αθήνα, με σκοπό να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα, ενώ αξιοσημείωτο είναι πως δούλεψε και ως εκφωνήτρια ειδήσεων στον ραδιοφωνικό σταθμό της Αμερικανικής Βάσης στο Ελληνικό.
Από τις πιο σημαντικές και ισχυρές φιλίες που έχτισε στη διάρκεια της ζωής της ήταν εκείνη με τη μοναδική Μελίνα Μερκούρη. Ωστόσο η ζωή της είχε τόσο εύκολες, όσο και δύσκολες στιγμές, ενώ ειδικότερα η περίοδος της Χούντας αλλά και της Μεταπολίτευσης ήταν για εκείνη γεμάτες από δυσκολίες, αγώνες, φουρτούνες, χαρές και λύπες. Σ’ όλα όμως ήταν δίπλα της ο σύζυγός της. Όταν, τον Απρίλιο του 1967, η χούντα των συνταγματαρχών κατέλυσε τη Δημοκρατία, ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, αντιστάθηκε κάτι το οποίο είχε ως συνέπεια να φυλακιστεί και να εκτοπιστεί από τους δικτάτορες στην Αμοργό. Η σύζυγος του φυσικά δε θα μπορούσε σε μία τόσο τραγική στιγμή να τον αφήσει μόνο του και χωρίς καμία σκέψη άφησε στη μητέρα της τον Γιάννη, τη Χριστιάννα και το λίγων ημερών βρέφος τον γιό τους Γιώργο, και με ένα καΐκι πήγε μαζί του στη δυσπρόσιτη Αμοργό, τον στήριξε μένοντας μαζί για οκτώ μήνες σ’ ένα καμαράκι χωρίς ρεύμα θέρμανση και νερό, όπου κι αντεπεξήλθαν χάρη στη βοήθεια των ντόπιων.
Με την επιστροφή τους περίμενε και το δυστυχές γεγονός της απόταξης του συζύγου της από το σώμα, λόγω της εμπλοκής του στο Κίνημα του Ναυτικού με το αντιτορπιλικό «Βέλος». Στη Μεταπολίτευση πήρε τον Βαθμό του υποναυάρχου, ωστόσο ήδη είχε ενεργό συμμετοχή σε μία μεγάλη έκταση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εντός και εκτός συνόρων. Ήρθαν στον κόσμο και τα άλλα δύο τους παιδιά ο Νίκος και η Βαρδιάννα. Η ευτυχία της είχε ήδη ολοκληρωθεί με την πολυμελή οικογένεια της. Επειδή όμως η ζωή γράφει τα καλύτερα αλλά και τα πιο τραγικά σενάρια, ο Νοέμβριος του 1990 θα γίνει τραγικός για την ίδια όταν τη 17 Νοέμβρη θα επιτεθούν στον σύζυγο της παγιδεύοντας με εκρηκτικά και τρεις αντιαρματικές ρουκέτες το αυτοκίνητο του. Εκείνος σώθηκε κι εκείνη έμεινε δίπλα του να τον φροντίζει.
Από το 1990 με τον Σύλλογο Φίλων Παιδιών με καρκίνο «ΕΛΠΙΔΑ», έδωσε τη δική της μάχη για να ιαθούν παιδιά με καρκίνο αλλά και να κρατήσουν οι γονείς μία ελπίδα ώστε να στηρίξουν τα παιδιά τους στον δύσκολο αγώνα τους. Όπως συνέβαινε πάντα έτσι και τότε ήταν η θαρραλέα και συνειδητοποιημένη γυναικά που έμπαινε με τόλμη και χωρίς φόβο στα χειρουργεία να βρίσκεται δίπλα στους μικρούς μαχητές για να τους δώσει δύναμη και κουράγιο ενώ τους αποκαλούσε μάλιστα «μικρούς ήρωες». Ακολούθησε Το «ΟΡΑΜΑ ΕΛΠΙΔΑΣ». Ίδρυσε την πρώτη παιδιατρική Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών, τον Ξενώνα «ΕΛΠΙΔΑ», το πρώτο Ογκολογικό Παιδιατρικό Νοσοκομείο, την πρώτη Τράπεζα εθελοντών Δοτών Μυελού των Οστών και ό, τι πιο σύγχρονο για την αντιμετώπιση του καρκίνου παγκοσμίως: Το Κέντρο Κυτταρικής και Γονιδιακής Θεραπείας κι όλα αυτά στην Ελλάδα. Κατάφερε να κερδίσουν και να προχωρήσουν στις ζωές τους χιλιάδες παιδιά που πάσχουν από καρκίνο. Πάνω από 1.000 παιδιά από την Ελλάδα και τις γειτονικές χώρες σώθηκαν χάρη στη δράση της έως σήμερα. Το Ογκολογικό Κέντρο Μαριάννα Βαρδινογιάννη-ΕΛΠΙΔΑ κατέχει τα υψηλότερα ποσοστά θεραπείας Παγκοσμίως. Αρκετά παιδιά γίνονται καλά, στέλνοντας το μήνυμα της Ελπίδας για ένα μέλλον πιο φωτεινό κι αισιόδοξο. Δεν επαναπαύθηκε, δεν το έβαλε ποτέ κάτω, είχε πάντα ως Σταθερή προσήλωσή της ως πυξίδα την ελπίδα για ένα ομορφότερο και αισιόδοξο αύριο, με σκοπό της να σωθούν οι ζωές όλων των παιδιών.
Όμως δεν έμεινε μόνο εκεί, ως αεικίνητη και πολυπράγμων εκτός από την παιδική υγεία ασχολήθηκε και με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την προώθηση του πολιτισμού, της ειρήνης, της παιδείας, της υγείας, την ευαισθητοποίηση για την κλιματική αλλαγή αλλά και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Μέτρησε αρκετές συνεργασίες με διακεκριμένους φορείς, κορυφαία πανεπιστήμια, διάσημα νοσοκομειακά ιδρύματα, διεθνείς οργανισμούς και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις διεθνώς, εκτός από τις εκδηλώσεις μέσα από τα ιδρύματα της «ΕΛΠΙΔΑΣ», έπαιρνε μέρος σε συνέδρια, διασκέψεις κι ομιλίες γεμάτες ενσυναίσθηση και συναισθηματική φόρτιση -μα πάντα με σωστά άρτια και ολοκληρωμένα τεκμήρια. Συμμετείχε σε πληθώρα από φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, διεθνείς, ευρωπαϊκές συναντήσεις και εκστρατείες.
Για την αδιάκοπη κοινωνική μέριμνά της σε όσους είχαν πραγματική ανάγκη, αναγνωρίστηκε παγκοσμίως σαν μία κορυφαία προσωπικότητα έμπρακτης συμπαράστασης πασχόντων ανθρώπων. Από το 1999 ήταν πρέσβης Καλής Θελήσεως της UNESCO. Το 2020 τιμήθηκε με το βραβείο «Νέλσον Μαντέλα» από τον ΟΗΕ, ως δείγμα αναγνώρισης του έργου και της δράσης της για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την υγεία, την παιδεία και την ευημερία των παιδιών. Αξιοσημείωτο είναι πως ήταν η μόνη Ελληνίδα στην οποία είχε απονεμηθεί Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Ευποιίας της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ανάμεσα στα βραβεία και τις διακρίσεις της ήταν το Χρυσό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, οι τίτλοι του Ιππότη και του Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας, το Οφίκιο της Αρχόντισσας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, το Παράσημο «Εξαίρετης Προσφοράς» της Κυπριακής Δημοκρατίας και το Παράσημο της Τιμής της Δημοκρατίας της Γεωργίας.
Ήταν μία εξαιρετική μητέρα σύζυγος και γιαγιά, μία γυναίκα που πάντα χαμογελούσε και ευχαριστούσε όλο τον κόσμο μα πολύ περισσότερο όσους βοηθούσαν το πολυσχιδές έργο της ως δότες μυελού των οστών. Έζησε μία ζωή γεμάτη με ουσία ουμανισμού, έμπρακτου εθελοντισμού και άπλετης αγάπης όχι μόνο για τα πάσχοντα παιδιά αλλά για κάθε άνθρωπο που χρειαζόταν τη βοήθειά της. Η παρακαταθήκη της ήταν μεγάλη και πλούσια όπως και το έργο της. Έφυγε ήσυχα και αθόρυβα αφήνοντας ένα κενό αλλά και ένα σπουδαίο έργο. Καλό ταξίδι στη γυναίκα που έγινε η Ελπίδα πολλών παιδιών!
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.