Η εμφάνιση της δυναμικής θύμα και θύτης είναι πολύ συχνή στις ανθρώπινες σχέσεις. Πρόκειται για ρόλους, που αναλαμβάνουμε κάθε φορά, που σχετιζόμαστε με τους άλλους, είτε πρόκειται για σημαντικές σχέσεις ζωής είτε για δευτερεύουσες. Αυτοί οι ρόλοι, πολλές φορές, εναλλάσσονται: Αυτοί δηλαδή που τείνουν να είναι θύματα άλλες φορές, ή ακόμα και παράλληλα, μπορεί να είναι και θύτες. Τι είναι όμως το «Victim mentality» (η νοοτροπία του θύματος);
Στην ψυχολογία της προσωπικότητας, ως αυτό-θυματοποίηση ορίζεται η άποψη που υιοθετεί το άτομο ότι δεν έχει τον έλεγχο, επομένως ούτε και την ευθύνη, για ό,τι του συμβαίνει, με αποτέλεσμα να κατηγορεί εξωτερικούς παράγοντες για τα δεινά του (Weber, 2013). Το άτομο λοιπόν, που έχει παγιδευτεί στην εικόνα ενός θυματοποιημένου εαυτού, χαρακτηρίζεται κυρίως από φόβο μοναξιάς. Μπορεί εξίσου να αισθάνεται θυμό και παράπονο ότι η ζωή του είναι γεμάτη αντιξοότητες και «ατυχία». Συχνά κατακλύζεται από αρνητικές σκέψεις και εσωτερική ψυχική πίεση, αισθάνεται αδικημένο, αδιάφορο και ξεχασμένο από τη ζωή και τους γύρω του, με αποτέλεσμα να κατηγορεί τους άλλους για την ατυχία του και για την άσχημη τροπή της ζωής του. Έτσι, αναπτύσσει διάφορες στρατηγικές και συστήματα για να διασφαλίσει τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Τείνει να καταπιέζει τον θυμό του, να μην εκφράζει τα συναισθήματά του ανοιχτά και να παρακάμπτει τα θέλω του , με αποτέλεσμα να λειτουργεί παθητικά στις σχέσεις του, προκειμένου να μην τις διαταράξει και πιθανόν να τις χάσει. Με άλλα λόγια, αποφεύγει σθεναρά την όποια αντιπαράθεση μπορεί να συμβεί και υποχωρεί συνεχώς καταλήγοντας να προδίδει τον ίδιο του τον εαυτό. Ακόμα, αποζητά τον οίκτο, τη συμπόνια και τη συμπάθεια, με λανθασμένο ηθικά τρόπο, ηθελημένα ή και άθελά του, στην προσπάθειά του να χειριστεί ανθρώπους και καταστάσεις από ανασφάλεια -μην τυχόν και βρεθεί αγκαλιά με τη μοναξιά.
Το αυτό-θυματοποιημένο άτομο έχει μια διαστρεβλωμένη εικόνα για τον εαυτό του. Διακρίνεται από τη χαμηλή του αυτοεκτίμηση και την έλλειψη θάρρους. Υποτιμά τις ικανότητές του, τα ταλέντα του, τις ανάγκες του, υποβιβάζει τον εαυτό του και παρουσιάζει έντονη αναβλητικότητα και δυσαρέσκεια. Βρίσκεται σε μια διαρκή σύγκριση με τους άλλους ανθρώπους και έχει συνεχώς την ανάγκη της επιβεβαίωσης. Δηλώνει ανίσχυρο να επιλύσει οποιαδήποτε κατάσταση μόνο του ή να διεκδικήσει τις επιθυμίες του. Έτσι, διάγει μια ζωή ατολμίας και παθητικότητας, κάνοντας ταυτόχρονα τους άλλους να το λυπούνται και να θέλουν (μάταια) να το βοηθήσουν. Ουσιαστικά, όμως, αποποιείται τις ευθύνες του και φυσικά τις μεταθέτει στους άλλους. Έτσι, συνειδητά ή και υποσυνείδητα αποφεύγει τις συνέπειες των πράξεών του. Θεωρεί τον εαυτό του έρμαιο των καταστάσεων ή των συνθηκών, αισθάνεται ή δείχνει ανίκανο να δημιουργήσει, να ξεπεράσει δύσκολες συνθήκες, σχέσεις και εν κατακλείδι γενικώς να εξελιχθεί. Είναι δύσκολο για ένα άτομο μ’ αυτήν την τάση να μπορεί ν’ αναλάβει την ευθύνη, επειδή αυτό μπορεί να τον φέρει αντιμέτωπο με τα οδυνηρά συναισθήματα της ντροπής, της ενοχής ή του φόβου απόρριψης και εγκατάλειψης σε περίπτωση που το λάθος του είναι μη αναστρέψιμο.
Η σκέψη αυτή είναι μια διδαχθείσα συμπεριφορά του ατόμου που ξεκινά κατά βάση από τη βρεφική του ηλικία και η ευθύνη βαραίνει κυρίως τους γονείς, καθώς η οικογένεια λειτουργεί ως πρώτος φορέας κοινωνικοποίησης του παιδιού και επιδρά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και της ταυτότητάς του (John Bowlby, 1968) . Έτσι, οι γονείς που είναι επικριτικοί ή κακοποιητικοί προς τα παιδιά τους, τους δημιουργούν ισχυρά συναισθήματα ντροπής και ενοχής στη ζωή τους. Από την άλλη και το υπερπροστατευτικό περιβάλλον δημιουργεί ακατάλληλες προϋποθέσεις για τη συναισθηματική ωρίμανση ενός ανθρώπου και εμποδίζει την ανάπτυξη εμπιστοσύνης στον ίδιο τον εαυτό του. Με αποτέλεσμα, στη μετέπειτα ζωή του να καθίσταται αδύναμο να χειριστεί τόσο τις καθημερινές αντιξοότητες όσο και τις ανθρώπινες σχέσεις σαν σύνολο. Η θέση του θύματος επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στο συναισθηματικό δέσιμο ενός ατόμου με τους γύρω του, δημιουργεί ανθυγιεινές σχέσεις, ασταθείς φιλίες, γίνεται επιρρεπής στις καταχρήσεις καθώς και στις αγχώδεις διαταραχές. Μπορεί όμως ένας άνθρωπος να ξεφύγει από το «κλουβί» της θυματοποίησης;
Φυσικά και γίνεται. Αρχικά, το άτομο είναι ανάγκη να αναλάβει δράση, να ζητήσει δηλαδή βοήθεια από έναν ειδικό ψυχικής υγείας, ώστε να το καθοδηγήσει βήμα-βήμα στην αλλαγή σκέψης και δράσης. Εν καιρώ, θα είναι σε θέση να αντιληφθεί τα θετικά και τα αρνητικά της θυματοποίησης και τις συνέπειες που αποφέρει αυτή στη μετέπειτα ζωή του όπως, στις διαπροσωπικές του σχέσεις, καθώς και στη σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό. Για να αλλάξει ριζικά μια κατάσταση, είναι απαραίτητο να αλλάξει ο τρόπος που την προσεγγίζουμε και κυρίως , η οπτική μας για αυτή. Και όπως είπε και ο Αμερικανός συγγραφέας Dale Carnegie: «Το να λυπάσαι τον εαυτό σου και την κατάστασή σου δεν είναι απλά χάσιμο χρόνου, αλλά η χειρότερη συνήθεια που θα μπορούσες να έχεις».
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.