Mετράμε Αύγουστο πια. Όπως κάποτε μετρούσαμε τα τσιμπήματα από κουνούπια, τα παγωτά, τα μπάνια, τα καλοκαιρινά φρούτα που είναι πάντα καλύτερα, τις μεγαλύτερες μέρες, τις μικρότερες νύχτες που αργότερα μας έβρισκαν με ένα κοκτέιλ σε μια ταράτσα ή με μια μπίρα σ’ έναν πεζόδρομο στα Εξάρχεια. Με τα σχέδια για διακοπές, τις αγορές από καλοκαιρινά ρούχα, τις συναυλίες. Ήταν κάποτε κι εκείνες οι μέρες που κατέβαινες στην επαρχία να δεις τον παππού και τη γιαγιά, μόνο που δε βίωνες τα συναισθήματα που υποθέτει κανείς όταν ακούει “καλοκαίρι στο χωριό”.
Απ’ όποιο χωριό κι αν έχεις καταγωγή, ήξερες πως θα πηγαίνεις δυο τρεις φορές τον χρόνο σταθερά ως παιδί μέχρι και την εφηβεία σου. Άρα, οι παππούδες κι όποιο άλλο μέλος της οικογένειας ζει μόνιμα εκεί, διαχρονικά, σε βλέπουν και τους βλέπεις -από κοντά τουλάχιστον- ελάχιστα. Αυτός ήταν κι ο λόγος που δεν υπήρχε διαπραγμάτευση ποτέ, για το αν θα πας ή όχι. Κι αν ως παιδί δεν υπήρχε η δυνατότητα να ορίσεις εσύ το πόσο θα κάτσεις, μεγαλώνοντας, οι ρυθμοί της πόλης έγιναν τέτοιοι, που δε σε αφήνουν να ξεκλέβεις τριήμερα, οπότε συμβιβάζεσαι με λίγες μέρες το καλοκαίρι, σαν να είναι η περίοδος αυτή μια μυστική ετήσια συμφωνία. Και πράγματι, ανυπομονείς να φας τα μακαρόνια με κιμά της γιαγιάς και να δεχτείς τη φροντίδα της, όπως όταν ήσουν 5 και 10 χρονών. Να πιεις ελληνικό με τον παππού το πρωί, μιλώντας για πολιτικά και να χαιρετίσεις όποια θεία περάσει για να πει τα νέα της. Το σπίτι και το κλίμα γίνονται μια μικρή Εδέμ, που σου θυμίζει την παιδική σου ηλικία, απλώς τα μεσημέρια δε φαίνονται πια και τόσο άσχημα για έναν ύπνο και το ψωμί με ντομάτα λάδι και φέτα γίνεται το πλέον κατάλληλο απογευματινό φαγητό.
Νιώθεις ευγνώμων για τις μέρες που έχεις να περάσεις με τα πρόσωπα αυτά, αλλά δεν ξεχνάς κι όλες εκείνες τις στιγμές που σε πιάνει μια σχεδόν σκληρή μοναξιά. Εκείνες που ξεκίνησαν όταν ήσουν παιδί και τώρα που μεγάλωσες μεγαλώνουν κι αυτές μαζί σου. Που νιώθεις πως, τι κι αν βρίσκονται γύρω σου πολλά άτομα, είναι σαν πάντα κάτι να λείπει. Μια παρέα για τις νύχτες που όλοι πέφτουν από νωρίς, η ίδια που θα πηγαίνατε στις παραλίες που δεν τις ξέρει πολύς κόσμος και θα ήσασταν μόνοι σας, που θα κάνατε μια γύρα τον τόπο σας με το αυτοκίνητο απλώς γιατί ξεμείνατε από ιδέες και που θα ξενυχτούσατε, είτε κάνοντας μαραθώνιο με σειρές και ταινίες είτε πίνοντας τσίπουρα στο καφενείο του χωριού ως τα χαράματα.
Στο χωριό, αποκτάς πράγματα που ξέρεις πως δε θα βρεις στην πόλη, όμως προλαβαίνεις να σκεφτείς κι όλα εκείνα που σου λείπουν (ή εκείνους). Και σε αυτό το συναίσθημα εκπαιδεύεσαι από μικρό παιδί, ξεκινώντας απ’ όλα εκείνα τα απογεύματα που σου καθάριζε η γιαγιά σου φρέσκο σύκο από τον κήπο. Κι αυτό που σου συμβαίνει το βλέπεις πάντα παράδοξο, αφού αισθάνεσαι μόνος ανάμεσα σε δικούς σου ανθρώπους. Θες να φύγεις, να κάνεις κάτι και δεν ξέρεις με ποιον και πού. Όλοι σε ρωτάνε τι έχεις και γιατί τα μούτρα, γιατί αυτή η απομόνωση. Δεν ξέρεις τι να τους πεις· «σας αγαπώ μα δε μου φτάνετε»; Άε που δεν ξέρεις καν αν το εννοείς κι αυτό, οπότε παραμένεις στην ασφαλή απάντηση του «τίποτα, απλώς δεν έχω όρεξη». Κι έτσι, η μοναξιά δεν περνάει κι εσύ επαναλαμβάνεις την ίδια πρόταση κάθε φορά.
Κάπως έτσι κυλάνε πάντα τα καλοκαίρια στο χωριό. Γιατί δεν έχουν όλα τα παιδιά φίλους να τα συντροφεύουν, ούτε όλοι οι ενήλικες την παρέα που τους λείπει. Είναι κι εκείνοι που νιώθουν μόνοι, μα μια γλυκιά χαρμολύπη που τυλίγεται στην καλοκαιρινή ραστώνη, τούς οδηγεί ξανά στα ίδια μονοπάτια. Εκείνα με τον παππού και τη γιαγιά, κάτω από την κληματαριά, με τη δροσιά του απογεύματος να λέει πως αξίζει τον κόπο να νιώθεις μόνος καμιά φορά, αρκεί να το κάνεις για τους σωστούς ανθρώπους. Κι η παρέα, θα έρθει κάποια στιγμή για να κάνει πλουσιότερες τις καλοκαιρινές σου ιστορίες.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου