Η αποστολή του καθένα από εμάς στη ζωή είναι ένα μυστήριο. Οι λόγοι για τους οποίους γεννιόμαστε, σε αρκετές περιπτώσεις, ξεπερνούν την ανάγκη των γονέων μας για την απόκτηση απογόνων, κάτι που κι οι ίδιοι μπορεί να αγνοούν. Άνθρωποι όπως ο Carlo Acutis, έρχονται στη ζωή και φεύγουν έχοντας αφήσει έργο που επηρεάζει όλους τους υπόλοιπους, προσφέροντας την ευκαιρία για μια διαφορετική αντίληψη του τι σημαίνει κάποιος να ζει.
O Carlo Acutis γεννήθηκε στην Αγγλία τον Μάιο του 1991 από Ιταλούς γονείς οι οποίοι δραστηριοποιούνταν επιτυχημένα στον χώρο των ασφαλίσεων, ενώ η οικογένεια της μητέρα του, Antonia Salzano, διατηρούσε εκδοτικό οίκο. Τον Σεπτέμβριο του 1991, η οικογένεια Acutis επέστρεψε στην Ιταλία. Επειδή οι γονείς του εργάζονταν σκληρά στις οικογενειακές επιχειρήσεις, ο μικρός Carlo μεγάλωσε, κυρίως, με τη φροντίδα νταντάδων. Ήταν ένα ευγενικό και καλοσυνάτο παιδί σε βαθμό που οι νταντάδες του τον συμβούλευαν να θέτει όρια, ώστε τα άλλα παιδιά να μην του στερούν τα παιχνίδια του. Κατά τα σχολικά του χρόνια, υπήρξε υπερασπιστής των ευάλωτων συμμαθητών του, ειδικά εκείνων που έφεραν κάποιου είδους αναπηρία. Όταν οι γονείς ενός συμμαθητή του έπαιρναν διαζύγιο, ο Carlo έκανε ιδιαίτερη προσπάθεια να συμπεριλάβει τον φίλο του στην οικογενειακή ζωή των Acutis.
Έδειξε ενδιαφέρον για την Καθολική πίστη από πολύ νωρίς, παρά το γεγονός ότι η οικογένειά του δεν είχε στενές σχέσεις με την εκκλησία. Εκείνος, όμως, αφού έλαβε την πρώτη του Κοινωνία στην ηλικία των 7 ετών, συμμετείχε στις εκκλησιαστικές λειτουργίες όσο πιο συχνά μπορούσε, αγαπούσε να προσεύχεται κρατώντας το ροζάριο, ενώ εξομολογούνταν κάθε εβδομάδα. Ζητούσε από τους γονείς του να κάνουν επισκέψεις σε προσκυνήματα, σε τόπους αγίων και σε χώρους όπου είχαν τελεστεί θαύματα. Αντίθετα με ότι συμβαίνει στις περισσότερες οικογένειες δεν ήταν οι γονείς που είχαν οδηγήσει τον Carlo στην εκκλησία, αλλά εκείνος ήταν που τους ενθάρρυνε να συμμετέχουν όσο πιο συχνά γίνεται στα μυστήριά της.
Μια από τις αγαπημένες εκφράσεις που συνήθιζε να λέει ο Carlo ήταν: «όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ως πρωτότυπα αλλά πολλοί πεθαίνουν ως φωτοαντίγραφα». Πίστευε θερμά ότι η πυξίδα του ανθρώπου πρέπει να είναι ο Λόγος του Θεού τον οποίο, όλοι, καλό είναι να ακολουθούν, μέσα από τη συμμετοχή στα εκκλησιαστικά μυστήρια και την προσευχή. Ήταν, επίσης, λάτρης των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του διαδικτύου. Είχε, μάλιστα, δημιουργήσει μόνος του μια ιστοσελίδα όπου ανέφερε και προέβαλε τα θαύματα της Ευχαριστίας. Στην ιστοσελίδα αυτή σχολίαζε ότι «όσο πιο συχνά λαμβάνουμε την Ευχαριστία, τόσο περισσότερο θα γίνουμε σαν τον Ιησού, έτσι ώστε σε αυτή τη γη να έχουμε μια πρόγευση του ουρανού».
Ο Carlo σε ηλικία μόλις 15 ετών αρρώστησε από φλεγμονώδη λευχαιμία, η οποία ξεκίνησε από μια διάγνωση για παρωτίτιδα. Ταλαιπωρήθηκε για κάποιο διάστημα στο νοσοκομείο όπου όταν έφτασε στο τελικό στάδιο και οι γιατροί των ρωτούσαν εάν πονούσε, εκείνος απαντούσε ότι «υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν πολύ περισσότερο από εμένα». Πέθανε στις 12 Οκτωβρίου του 2006 και κηδεύτηκε στην Ασίζη, κατόπιν αιτήματός του, λόγω της αγάπης του για τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης.
Οι γονείς του ήθελαν να δωρίσουν τα όργανά του, κάτι που, όμως, ήταν αδύνατον λόγω της λευχαιμίας. Όταν πραγματοποιήθηκε η εκταφή του το 2018 αναφέρθηκε ότι το σώμα του ήταν άθικτο, γεγονός που οδήγησε σε εκτιμήσεις ότι επρόκειτο για άγιο. Το σώμα του, όπως τελικά έγινε γνωστό από επίσημες πηγές, δεν ήταν άθικτο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχε υποστεί την αναμενόμενη αποσύνθεση. Λόγω της ιδιαίτερης αγάπης του για τη θρησκεία και την προσπάθεια που κατέβαλε για την προώθησή της μέσω του διαδικτύου, το 2013 ξεκίνησε η διαδικασία της αγιοποίησής του. Το 2018 χαρακτηρίστηκε ως «Αξιοσέβαστος» κι από τις 10 Οκτωβρίου του 2020 έχει ανακηρυχθεί ως «Μακάριος» της Καθολικής εκκλησίας. Ανεπίσημα, αναφέρεται κι ως «Άγιος του Διαδικτύου». Το σώμα του, μετά την εκταφή, εκτέθηκε σε έναν γυάλινο τάφο, όπου τον τιμούσαν οι προσκυνητές μέχρι τις 17 Οκτωβρίου του 2020. Είχε την εικόνα ενός νέου που κοιμάται, φορώντας ένα ζευγάρι παπούτσια Nike και casual ρούχα, όπως αυτά που προτιμούσε όσο ήταν εν ζωή.
Ο Carlo έζησε λίγο, αλλά κατάφερε να αντιληφθεί το τι σημαίνει να συμπονάς τον διπλανό σου, να τον βοηθάς, να του κρατάς το χέρι όταν έχει ανάγκη. Ήταν ένας νέος με ενσυναίσθηση που ενώ βρισκόταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, ένα βήμα πριν από τον θάνατο, ζητούσε από τους γιατρούς να μην ξυπνούν τους γονείς του που κοιμούνταν δίπλα του, διότι ήταν ταλαιπωρημένοι. Ακόμα και μέχρι την τελευταία του ανάσα, σκεφτόταν τους άλλους κι όχι τον εαυτό του. Άγιος ή μη -αναλόγως τι επιτρέπουν τα πιστεύω του καθενός- ήταν ένα καλό παιδί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου