Πέρα από την ερωτική ζήλια, η οποία φαίνεται να είναι η πιο κοινή του μορφή, το συναίσθημα αυτό μπορεί να υπάρξει και σε άλλες σχέσεις, όπως φιλικές, επαγγελματικές κι οικογενειακές. Σε υγιείς δόσεις, η ζήλια μπορεί να χρησιμεύσει ως υπενθύμιση για να εκτιμήσουμε ή να δώσουμε προτεραιότητα σε μια σχέση. Ωστόσο, τα υψηλά επίπεδα ζήλιας μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα των σχέσεων.
Την ώρα που ζηλεύουμε μας πιάνει ένα είδος καψίματος μέσα μας, ενώ δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε τα νεύρα μας. Πολλές φορές, μια ένδειξη είναι ότι μιλάμε απότομα ή άσχημα, μιας και δεν έχουμε επικοινωνήσει σωστά τι έχουμε ή τι μας πείραξε. Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε αδικημένοι σε μια δουλειά ή δε νιώσαμε ότι εμείς θα έπρεπε να πάρουμε τη θέση ή το μπράβο; Έτσι, λόγω αυτού του αισθήματος της αδικίας που καθρεφτίζουμε στο πρόσωπο εκείνου που έχει όσα θα θέλαμε για εμάς, φερόμαστε στον συνάδελφο απότομα και καμιά φορά ως κι υστερικά, λόγω της ζήλιας μας. Προφανώς δε μας φταίει κανένας συνάδελφος ή κανένας γείτονας που παντρεύτηκε ή πήρε αμάξι.
Η παρατήρηση της συμπεριφοράς μας είναι ένας δύσκολος δρόμος, καθώς οι περισσότεροι θεωρούμε πως «έτσι είμαστε», όμως υπάρχουν φορές που βγαίνουν πράγματα στην επιφάνεια ξαφνικά χωρίς να καταλαβαίνουμε τι τα πυροδότησε ή ότι όντως αλλάζουμε τρόπο συμπεριφοράς. Πόσα βλέπουμε στους άλλους αλλά αρνούμαστε να τα δούμε και να τα αντιμετωπίσουμε σε εμάς; Θέλει γερό στομάχι να δεις τον ίδιο σου τον εαυτό και να δουλέψεις μ’ αυτόν.
Φτάνοντας στο σημείο να αντιληφθούμε πως ζηλεύουμε, είναι ένα πρώτο μεγάλο βήμα και μια πολύ καλή αρχή. Συναισθηματικά, η ζήλια φέρνει συχνά δυσφορία κι ανησυχία, τροφοδοτώντας συγκρίσεις που αναδεικνύουν τις εσωτερικές μας ελλείψεις. Ένα άλλο σημάδι ζήλιας μπορεί να είναι η ανασφάλεια σχετικά με τις ικανότητες ή την εμφάνισή μας, οδηγώντας σε αρνητικά λόγια που απευθύνουμε στον εαυτό μας. Τα άτομα που ζηλεύουν, επίσης, μπορεί να επιδεικνύουν ανταγωνιστικότητα, απόσυρση ή απομόνωση καθώς πασχίζουν να αντιμετωπίσουν τα συναισθήματά τους. Μπορεί να αντιδρούν με σαρκασμό ή παθητική-επιθετικότητα, δυσκολευόμενοι να γιορτάσουν πραγματικά τις επιτυχίες των άλλων. Ανθυγιεινές συνήθειες όπως το stalking ή το κουτσομπολιό μπορεί να υπογραμμίσουν περαιτέρω την παρουσία της ζήλιας.
Σωματικά, η ζήλια μπορεί να προκαλέσει ένταση, ανησυχία, ακόμη και ταχυκαρδία. Στις σχέσεις, η ζήλια μπορεί να τροφοδοτήσει την αμυντικότητα, την αποφυγή και μια συνολική αποστροφή ή ελεγκτικότητα. Κατά καιρούς, μπορεί ως και να λειτουργήσουμε κάνοντας προβολή όσων νιώθουμε σε άλλους.
Μετά λοιπόν από το πρώτο αυτό βήμα του να αναγνωρίσουμε ότι αυτό ακριβώς μας συμβαίνει, θα πρέπει να εξετάσουμε τι είναι αυτό που μας πυροδοτεί τη ζήλια. Ζηλεύουμε ένα σώμα ωραίο, μια προαγωγή, μια σχέση, έναν άνθρωπο που θεωρούμε πως τα έχει όλα; Ό,τι και να είναι αυτό που ζηλεύουμε πρέπει να καταλάβουμε πως είμαστε όλοι διαφορετικοί. Όλοι μα όλοι ανεξαιρέτως κάπου τα καταφέρνουμε καλύτερα από άλλους και σε άλλα, κάποιοι κάνουν καλύτερη δουλειά από εμάς, αυτό είναι δεδομένο.
Ένα ακόμα βήμα είναι να το παραδεχτούμε στον εαυτό μας δυνατά, εκτός δηλαδή της σκέψης μας, να το μοιραστούμε με έναν δικό μας άνθρωπο, να το συζητήσουμε και να μην επιλέξουμε την άρνηση και την αποφυγή που μπορεί να προκαλέσει καταπιεσμένη οργή. Μπορούμε να γράψουμε σε ένα χαρτί τι είναι ακριβώς αυτό που ζηλεύουμε σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, ή σε πολλούς. Φυσικά, πολλές φορές η ζήλια φτάνει σε σημεία που χρήζει βοήθειας ψυχολόγου, μια και σε παθολογικό σημείο είναι ικανή να μας κάνει να ξεφύγουμε από τον έλεγχο και να κάνουμε πράγματα που βλάπτουν εμάς κι άλλους. Αν νιώθουμε ότι χάνουμε τον εαυτό μας, κρίνεται αναγκαίο να ζητήσουμε βοήθεια.
Όπως και να έχει, το να αγκαλιάζουμε όλα μας τα συναισθήματα είναι διαφορετικό από το να τους δίνουμε και μια ρεαλιστική βάση. Η ζήλια ξεκινάει από εμάς και σε εμάς τελειώνει- είναι εσωτερικής κατανάλωσης. Κανείς δε “μας κάνει να ζηλεύουμε”. Εμείς ανοίγουμε την πόρτα αυτή και μετά, ξεχνάμε να την κλείσουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου