Για τον Αύγουστο και τα βράδια του, γράφτηκαν πολλά ανά καιρούς. Ποιήματα που έμειναν ανεξίτηλα και κάθε Αύγουστο τα θυμόμαστε. Τραγούδια που ανατριχιάζουν τον κόσμο που αγαπά μα δεν έχει μιλιά να το πει. Για καημούς που είναι αβάσταχτοι, για δρόμους αδιάβατους κι άλλα τέτοια σχετικά. Τραβήχτηκαν μάλιστα και πολλές φωτογραφίες. Άλλες με πανσέληνο και άλλες χωρίς, με θέα τη θάλασσα ή ένα νησιώτικο σοκάκι τον δεκαπενταύγουστο.
Απόψε όμως θα σου ορίσω εγώ τη δική μου εικόνα. Θα σε πάω σ’ ένα μέρος που δε σου είναι γνώριμο. Θα είναι η πρώτη σου φορά εκεί. Μεταξύ μας, κι εγώ πρώτη φορά πηγαίνω, αλλά κάποιος πρέπει να το παίξει πιο έμπειρος και σχετικός. Θα έχω ήδη προμηθευτεί ένα λευκό κρασί λες και δεν ξέρω ότι θα είσαι πάλι στο μυαλό μου και θα έχεις κάνει το ίδιο, κι έτσι θα βρεθούμε με δύο. Να σημειωθεί ότι τα κινητά μας θα είναι κλειστά. Αρκετές παρεμβολές μου προκαλούν ήδη τα μάτια σου.
Θα μείνουμε να κοιτιόμαστε για λίγη ώρα. Θα είναι η στιγμή που θα σχολιάσεις το μέρος και το πόσο σε γαληνεύει σε συνδυασμό με την παρουσία μου. Θα μου κρατήσεις το χέρι και θα χαμογελάσεις. Για λίγο θα χαθεί ο καθένας στη σκέψη του. Εσύ θα σκέφτεσαι πόσο πιο όμορφο μπορεί να γίνει το σκηνικό και εγώ θ’ αναρωτιέμαι αν ονειρεύομαι ακόμη. Έπειτα θα επιστρέψουμε ξανά στην πραγματικότητα.
Και σαν όλες τις βραδιές που ξεκινάνε με τέτοιον τρόπο, έτσι κι εμείς θα αρχίσουμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Θα κάνουμε απολογισμό της ημέρας, για όλα όσα είδαμε και ζήσαμε κι έπειτα θα σχεδιάσουμε μαζί το αύριο. Θα μου βάλεις ακόμα λίγο κρασί στα πλαστικά ποτήρια -που προνόησες να πάρεις- και κλασσικά θα σου πέσει και λίγο έξω. Θα πάρεις μια βαθιά ανάσα, θα σου πω ότι δεν πειράζει, θα γελάσεις αμήχανα και θα κάνεις μια γκριμάτσα και έπειτα η σκηνή θα σοβαρέψει.
Θέλω να σε ακούσω να μου λες τα πιο απόκρυφα μυστικά σου. Όσα έχεις βαθιά μέσα σου και δεν μπορείς καν να τα αντιληφθείς αφ’ εαυτού σου. Θα κάτσω να σε ακούω χωρίς να μιλάω. Χωρίς να κρίνω ούτε αυτούς που σε πλήγωσαν, ούτε εσένα που πλήγωσες άλλους. Δε θα προσπαθήσω να σε πείσω πως βλέπεις και κρίνεις αυστηρά τον εαυτό σου. Ούτε πως πρέπει να βλέπεις τα πράγματα πιο ενθαρρυντικά. Θα παραλείψω το πόσο μπορείς να παθιαστείς με πράγματα που δεν έχουν τόση σημασία και είναι κρίμα να σου ρίχνουν τη διάθεση. Σήμερα μπορείς να είσαι ο εαυτός σου. Αυτός με τα στραβά και τα σωστά σου. Και ίσως σ’ αγαπήσω ακόμα περισσότερο.
Κι εκεί που δε θα το καταλάβουμε, θα έχω αρχίσει να μιλάω εγώ για μένα. Η μετάβαση θα είναι τόσο ομαλή και θα αρχίσω να σου εξιστορώ ιστορίες που δεν έχω μοιραστεί με κανέναν. Με κάποιον τρόπο μαζί σου μπορώ και ανακαλώ μνήμες που ούτε εγώ ήξερα πως υπάρχουν στο μυαλό μου. Θα με ξεκλειδώσεις μ’ έναν δεξιοτεχνικό τρόπο, όπως συνηθίζεις. Κι ίσως φτάσω να ανακαλύψω κάνα άλλο τραύμα που με διακατέχει και φέρομαι όπως φέρομαι. Κι εσύ για ακόμα μια φορά θα χαρείς με τον εαυτό σου που κάθομαι και σου αραδιάζω ό,τι υπάρχει στο πολύβουο μυαλό μου.
Μετά, όταν τα λόγια θα έχουν στερέψει, θα σε παρασύρω στη θάλασσα. Θέλω, βλέπεις, να σε νιώσω. Θέλω να γίνουμε ένα με το νερό που θα περιβάλει τα γυμνά μας σώματα. Να πάμε με τον ρυθμό του. Θέλω να το δαμάσεις και να δαμάσεις κι εμένα μαζί του. Το κρασί θα έχει πάρει μακριά κάθε έγνοια και θα μας έχει αφήσει μόνο ότι χρειαζόμαστε για τη στιγμή. Το πάθος και την ησυχία. Θέλω ησυχία για να ακούω μόνο την ανάσα σου να ακούγεται ρυθμικά μαζί με τη δική μου. Ως ότου το τελευταίο πράγμα που θα ακουστεί να είναι το όνομά σου και το δικό μου λυτρωτικά από τα χείλη μας.
Όταν όλα θα έχουν τελειώσει, θέλω να απολαύσουμε απλά τη σιωπή και το κενό γύρω μας. Να απλώσουμε μια πετσέτα και να κάτσουμε κάτω από τον απέραντο ουρανό. Θα έχει ξαστεριά και θα νιώθουμε πως είμαστε τόσο μικροί μπροστά στο απέραντο του κόσμου. Θα συγχρονιστούν ξανά οι ανάσες μας -πιο ήπια αυτήν τη φορά- και δε θα χρειάζεται πια να μιλάμε. Από την αρχή επικοινωνούσαμε εγκεφαλικά άλλωστε. Θα ξέρεις και θα ξέρω, ότι ακόμα κι η σιωπή μας, λειτουργεί για μας σαν μια γνώριμη στχνότητα.
Και έτσι, μέσα στην ηρεμία του κόσμου και του μυαλού μας θα αποκοιμηθούμε. Ήσυχοι για το μέλλον, ασφαλείς και ονειροπόλοι. Με ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι κρασί, ένα ολόκληρο ακόμα στην τσάντα, μερικά κουβαριασμένα ρούχα πεταμένα λίγο πιο δεξιά, λίγη θάλασσα κι άμμο στα πόδια μας.