Το σχολείο δεν αποτελεί μονάχα έναν δίαυλο παροχής γνώσεων, αλλά έχει υιοθετήσει με τα χρόνια περισσότερα κοινωνικά κι ανθρωπιστικά χαρακτηριστικά, επιδιώκοντας να έρθει πιο κοντά με τους μαθητές του και να συνδέσει με τρόπο άτυπο την κοινωνία, τα χαρακτηριστικά της και τις ενέργειές της με την εκπαίδευση και κυριότερα την εκπαιδευτική διαδικασία. Στην ουσία, κάλλιστα θα μπορούσε να ειπωθεί πως επιδιώκει να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό που του αποδίδεται, ως ενός από τους κυριότερους και πρωτογενείς φορείς κοινωνικοποίησης.

Ένας ακόμη εξίσου σημαντικός ρόλος της σχολικής κοινότητας, είναι η διδαχή των σωστών ερεθισμάτων και προτύπων συμπεριφοράς από την μικρότερη ηλικιακή βαθμίδα, έως τη μεγαλύτερη. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, κατά κύριο λόγο, ενδείκνυται η σταδιακή εκμάθηση για τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα συμπεριφοράς. Με τον όρο «κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα συμπεριφοράς», δεν εννοούμε τα αναλώσιμα πρότυπα που κυριαρχούν κατά καιρούς στον εκάστοτε κοινωνικό θώκο, αλλά κάνουμε λόγο για τις στέρεες βάσεις, αυτές που δεν τείνουν προς τις αποκλίνουσες συμπεριφορές, συμμορφώνονται με τους κανόνες και κυρίως οδηγούν στην προσωπική χαρά που θα φέρει και μια πιο ήρεμη ζωή. Σημειωτέο, εκτός από τον εκπαιδευτικό, έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης και η οικογένεια στην υιοθέτηση των εν λόγω συμπεριφορών, καθώς τα παιδιά ακολουθούν το παράδειγμα του γονιού κι όχι τη συμβουλή του.

Στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια, αναμφισβήτητα παρατηρείται η ραγδαία αύξηση των περιπτώσεων παιδικής κακοποίησης που έχει τεράστιο αντίκτυπο στην ακαδημαϊκή πορεία των κακοποιημένων παιδιών. Η ψυχολογική κατάρρευση που υφίστανται, είναι το απαύγασμα της αποτρόπαιης αυτής πράξης που συνάμα οριοθέτησε μια δυσμενή πτυχή στη ζωή, οδηγώντας τη σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών να πάρουν την κατιούσα. Πώς όμως μπορεί ένας εκπαιδευτικός να εντοπίσει και να προσεγγίσει έναν μαθητή που έχει υποστεί κακοποίηση; Αρχικά, μπορεί; Αν βγαίναμε στον δρόμο και κάναμε κάποιου είδους γκάλοπ, εύλογα θα λαμβάναμε πολλές και διαφορετικές απόψεις όπου οι περισσότερες από αυτές -προφανώς και- δε θα έχουν ουσιαστική βάση.

Προσωπική που άποψη, την οποία υποστηρίζω ακράδαντα όταν μου δίνεται η δυνατότητα, στηριζόμενος σε τέτοια περιστατικά, είναι η ύπαρξη ενός σχολικού ψυχολόγου στα σχολεία. Η γνώση της συμπεριφοράς των μαθητών, αφού βρίσκονται σε καθημερινή αλληλεπίδραση με τον καθηγητή- δάσκαλο κι ο τομέας της ψυχολογίας όλων των ηλικιακών βαθμίδων, αποτελούν ένα άκρως ικανό κι επιτυχημένο δίδυμο, όχι στο να βοηθήσουν το παιδί να ξεπεράσει όλον αυτό τον ψυχολογικό και σωματικό Γολγοθά που βιώνει, αλλά περισσότερο στο να αναγνωρίσουν την αιτία προέλευσης της δυσμενούς ψυχολογικής κατάρρευσης. Συγκεκριμένα, όταν παρατηρηθεί από τον εκπαιδευτικό, απότομη κι ανεξήγητη αλλαγή συμπεριφοράς ενός μαθητή, έρχεται σε συνεννόηση και συνεργασία με τον σχολικό ψυχολόγο, του αναφέρει τα χαρακτηριστικά της αλλαγής αυτής κι από κοινού μετέπειτα αποφασίζουν πώς θα χειριστούν το θέμα. Φυσικά, μια τέτοια διαδικασία, απαιτεί χρόνο, καθώς οφείλουν να ληφθούν υπόψη πολλά και διαφορετικά δεδομένα.

Στη νηπιακή κυρίως ηλικία, ένας εύκολος τρόπος να κατανοήσει ο εκπαιδευτικός και να συμπεράνει την κακοποίηση που έχει δεχθεί το παιδί, είναι η ανάλυση του παιδικού ιχνογραφήματος. Ο δάσκαλος, παροτρύνει τα παιδιά να ζωγραφίσουν την κλασική ζωγραφιά με το σπίτι και την οικογένειά τους. Έπειτα, υπάρχουν συγκεκριμένες κινήσεις του παιδιού κι απεικονίσεις, οι οποίες μαρτυρούν τα γεγονότα, όμως αυτό δεν αρκεί από μόνο του, καθώς για ακόμη μια φορά, ο εκπαιδευτικός οφείλει να λάβει γνώμη και βοήθεια από ψυχολόγο για τον τρόπο που θα χειριστεί το θέμα.

Επιπλέον, είναι απολύτως απαραίτητο να υπάρχει συχνή επικοινωνία του σχολείου με την οικογένεια των μαθητών, γνωρίζοντας έτσι, ως ένα βαθμό, την οικογενειακή κατάσταση που επικρατεί, τις συμπεριφορές των γονιών προς το παιδί, ώστε να είναι σε θέση, αν χρειαστεί, να αποτρέψουν κάποιο μοιραίο γεγονός, ή αντίθετα, να μπορέσουν μέσω της οικογένειας να προσεγγίσουν το παιδί και να το επανεντάξουν στην ομαλή καθημερινότητά του. Οι σχέσεις εκπαιδευτικού και γονέων σε τέτοιες περιπτώσεις, οφείλουν να είναι σχέσεις αλληλεπίδρασης, αλληλοσεβασμού και αλληλοεπικοινωνίας, καθώς θα πρέπει να γίνουν λεπτοί και συντονισμένοι χειρισμοί για ένα τόσο ευαίσθητο και προσωπικό θέμα.

Συνεπώς, καταλαβαίνουμε πως ένας εκπαιδευτικός από μόνος του δεν μπορεί να φέρει την άνοιξη και να προσεγγίσει έναν μαθητή που έχει υποστεί κακοποίηση, όσες ενδείξεις κι αν έχει. Μπορεί να αναγνωρίσει τα πρώιμα σημάδια της συμπεριφοράς, να κάνει εικασίες, να προσπαθήσει να ανακαλύψει τρόπους προσέγγισης, να απευθυνθεί σε ειδικούς ζητώντας βοήθεια, αλλά όχι να πάρει στις πλάτες του όλη τη διαδικασία και να προσεγγίσει το παιδί, μη γνωρίζοντας ούτε τα βασικά γνωρίσματα και χαρακτηριστικά της σχολικής, νεανικής κι εφηβικής ψυχολογίας.

Η προσέγγιση είναι ένα από τα τελευταία στάδια, καθώς προϋπάρχουν άλλα εξίσου σημαντικά στάδια, τα οποία θα πρέπει να αναγνωριστούν, να ξεπεραστούν, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στον κατάλληλο τρόπο που θα μας κάνει να κερδίσουμε την εύνοια του παιδιού και να το κάνουμε να μας ανοιχτεί. Εν κατακλείδι, είναι απαραίτητη προϋπόθεση η συνεργασία πολλών, διαφορετικών αι ειδικά καταρτισμένων τομέων, όπου ο καθένας θα συμβάλλει με τον δικό του τρόπο. Άλλωστε, πάντα περισσότερα μυαλά είναι καλύτερα από ένα.

 

Συντάκτης: Βασίλης Γκιλιόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου