Από τη Μαρία.
Υπάρχει ένας δρόμος στο Ηράκλειο που οδηγεί μόνο σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Μια στροφή που, αν την πάρεις αριστερά, μόνο σε ένα μέρος μπορείς να πας. Μικρά, στενά διαδρομάκια άλλα περιποιημένα κι άλλα ακόμη απάτητα. Ακόμα και τα παρατημένα, καταβάθος ξέρεις πως κάποια στιγμή θα τα περιποιηθούν- το εύχεσαι τουλάχιστον. Θα ξεχορταριαστούν, θα καθαριστούν και θα γεμίσουν μικρά γλαστράκια.
Υπάρχει ένα μέρος στο Ηράκλειο που μπορείς να κλάψεις, να ουρλιάξεις, να γελάσεις υστερικά, να βρίσεις, να καταραστείς και να προσευχηθείς όσο δυνατά ή όσο σιωπηλά αντέχεις. Και κανείς δε θα σε κρίνει. Γιατί ο καθένας από αυτούς που θα βρεθεί εκεί, πονάει πιο πολύ ή το ίδιο με σένα. Κανείς δε θα σε σταματήσει γιατί ο άνθρωπος που θα ‘θελες με όλη τη δύναμη της ασήμαντης ζωής σου να σου μιλήσει, έχει σιωπήσει για πάντα κάτω από το κατάλευκο μάρμαρο.
Υπάρχει ένα μέρος στο Ηράκλειο που οι εποχές υπάρχουν μόνο για να σου θυμίζουν την απώλεια: Το πρώτο καλοκαίρι χωρίς αυτόν, ο πρώτος χειμώνας χώρια του, οι πρώτες γιορτές που είναι μικρές, δυστυχείς κι άχρωμες.
“Είναι δύσκολος ο πρώτος χρόνος.”
“Κάνε κουράγιο.”
“Φρόντισε τον εαυτό σου για τα παιδιά σου.”
“Έχεις οικογένεια, αυτοί έχουν προτεραιότητα.”
“Μην τα παρατάς.”
“Κάνε ψυχοθεραπεία.”
“Πάρε φάρμακα.”
“Πρόσεχε τη μαμά σου, δεν τρώει.”
“Πρόσεχε τον αδερφό σου, έχει νεύρα κι αρνείται να δεχτεί τον θάνατο του πατέρα σας.”
“Αμάν κι αυτός, γιατί δεν έκανε το εμβόλιο, θα ζούσε τώρα.”
“Ήταν άρρωστος, δεν εξηγείται διαφορετικά να κατέληξε νέος άνθρωπος.”
“Ορίστε βλέπεις, τρέχα να κάνεις το εμβόλιο.”
“Και μη νομίζεις κι άλλοι που το κάνανε έφυγαν από ανακοπή, καλύτερα που δεν το έκανε.”
“Βγες με τον άντρα σου καμιά βόλτα, να ξεσκάσεις λίγο.”
“Η ζωή συνεχίζεται.”
Η δικιά σας ναι, η δική μας σταμάτησε. Η δική μου καθημερινότητα υπάρχει για να μου θυμίζει κάθε λεπτό πως δεν μπορώ πια να τον πάρω τηλέφωνο, πως δε θα ξανακούσω τη φωνή του, δε θα δω τα υπέροχα, ασταμάτητα χέρια του να φτιάχνουν πάντα κάτι, δε θα τον ξανακούσω να τραγουδά και να γελά δυνατά, να βρίζει και να φωνάζει, να αγκαλιάζει τη μαμά μου και τα παιδιά μου, να με προσέχει, να με φροντίζει, να με κοιτά στα μάτια, να μου θυμώνει, να με πληγώνει και να υπάρχει για μένα. Δε θα μου ξαναπεί “ό,τι χρειαστείς το ξέρεις πως είμαι εδώ”.
Η δική μου καθημερινότητα περιστρέφεται γύρω απ’ την απώλειά του, τα τραγούδια που μου έμαθε, τα πράγματά του, τα ρούχα του, το μαγαζί του, το αμάξι του, τη μηχανή του, τα γράμματά του, την υπόλοιπη ζωή που στερήθηκε ξαφνικά. Κι αυτή η θλίψη που με κυκλώνει, που δεν τη διώχνουν τα αντικαταθλιπτικά ούτε η ψυχοθεραπεία, που δεν τη διώχνουν τα τραγούδια που μου έμαθε, την ενισχύει κάθε που βλέπω τη μάνα μου να πενθεί σιωπηλά και να κλαίει αθόρυβα.
Πόσες φορές ευχήθηκα να ήταν απλώς ο πατέρας κάποιου άλλου. Έπειτα ντράπηκα γι’ αυτό και το ξαναευχήθηκα. Ώσπου οι σκέψεις κι οι λέξεις έπαψαν να έχουν πια ουσία. Σταματάς τότε να μιλάς κι απλώς περιμένεις μια νέα μέρα, για να σε τυραννήσει από την αρχή.
Πρέπει να φύγω τώρα. Να ρίξω λίγο νερό στα λουλούδια, να θυμιάσω, να κάτσω εκεί δίπλα του να τραγουδήσω τα αγαπημένα του τραγούδια και να τον παρακαλέσω να έρθει στ’ όνειρό μου.
“Έλα στο όνειρό μου και περπάτησε
κι άμα βρεθείς στα ίδια μέρη
κι αν αγαπήσεις τις ίδιες μουσικές
θα πει ότι τυχαία δε βρεθήκαμε,
θα πει ότι δε φύσηξε τυχαία,
ο άνεμος που ενώνει των ανθρώπων τις ζωές.”