Τα τελευταία εικοσιτετράωρα παρακολουθούμε με την ψυχή στο στόμα την Ελλάδα μας να έχει ριχτεί για άλλη μια φορά στη μάχη με τις φλόγες. Αυτή τη φορά, ο πύρινος εφιάλτης απειλεί τα πάντα στο πέρασμά του, ενώ τα μέτωπα είναι τόσα που σχεδόν δεν αντέχεις να τα μετρήσεις. Η φωτιά στον Έβρο καίει για 5η συνεχόμενη ημέρα με αέρα 7 μποφόρ, ενώ σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, η φωτιά που μαίνεται στην Πάρνηθα έχει περάσει στον Εθνικό Δρυμό και κινείται ανεξέλεγκτη, καταπίνοντας ό,τι βρει στο πέρασμά της. Περισσότερα από 10 σπίτια παραδόθηκαν στις φλόγες σε Αγία Παρασκευή, Άγιο Ιωάννη Ρώσο, Ντάρδιζα και Καποτά στους πρόποδες της Πάρνηθας. Η Βοιωτία καίγεται με ιστορικά κτίρια και μνημεία να λαμπαδιάζουν, περιοχή του Ηρακλείου επίσης. Καπνός πάνω από όλη τη χώρα που ταξίδεψε ως και τη Μάλτα, δε σε αφήνει να δεις, ό,τι έχει απομείνει.
Το μυαλό μας δε θα μπορούσε παρά να βρίσκεται συνεχώς στους ανθρώπους που μάχονται με το τέρας. Στους πυροσβέστες αλλά και σε όλους τους εθελοντές που έτρεξαν στο σημείο για να δώσουν με κάθε τρόπο τη βοήθειά τους. Τους ανθρώπους που μέσα σε λίγες ώρες έχασαν ίσως τα πάντα, βλέποντας την πυρκαγιά να καταπίνει πέρα από το πολύτιμο πράσινο, ολόκληρα σπίτια και οικισμούς.
Τα λόγια των ανθρώπων που βρίσκονται εκεί και με υπεράνθρωπες προσπάθειες προσπαθούν να σώσουν ό,τι σώζεται –αν σώζεται– μοιάζουν με γροθιά στο στομάχι: «Δούλεψα μια ζωή κι έχω μόνο αυτό. Δεν έχει πουθενά αλλού να πάω. Τι να κάνεις, εάν δεν το προστατέψεις ή το φυλάξεις; Πού να πας; Θα παλέψω μέχρι τέλους, δεν υπάρχει άλλη λύση. Αν καεί το σπίτι θα καούμε κι εμείς. Δεν υπάρχει τρόπος. Αν φύγω τι θα γίνει; Εδώ μπορώ να το προφυλάξω, να κάνω κάτι. Αν φύγω, τελείωσε.», «Θα αφήσεις την περιουσία σου; Μολών λαβέ λες με τη φωτιά.». Λόγια που σε τρομάζουν, λόγια που σου δίνουν το στομάχι κόμπο. Σε κάνουν να αναρωτιέσαι: «Είναι τρελοί»; Μπορεί και να ‘ναι! Μα τι να κάνεις όταν δεν έχεις τίποτα άλλο να σώσεις, παρά όλη σου τη ζωή και νιώθεις μόνος; Όταν ο κρατικός μηχανισμός σου λέει απλώς να φύγεις, χωρίς να έχεις πουθενά να πας;
«Μολών λαβέ, λες με τη φωτιά!» Τα «λένε» λοιπόν με τη φωτιά οι κάτοικοι, κι αντιστέκονται. Στέκονται απέναντι στη φωτιά με λάστιχα και κουβάδες, με νερά από πισίνες πλαστικές, με μαντίλια στο πρόσωπο, έχοντας τον φόβο ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να τους καταπιεί μια αλλαγή του ανέμου. «Έλα να τα πάρεις», λένε στη φωτιά, αρνούμενοι να φύγουν και να εγκαταλείψουν όσα δημιούργησαν.
Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψει κανείς όσα βιώνει η χώρα. Υπάρχει οργή, θυμός, βία, καταστροφή κι από την άλλη μια υπεράνθρωπη δύναμη, γενναιότητα, αδελφοσύνη. Κουρασμένοι, απελπισμένοι άνθρωποι να προσπαθούν για το ακατόρθωτο, αλλά να μην τα βάζουν κάτω. Κι όσο η πολιτεία είναι στη σιωπή, οι άνθρωποι μιλάνε. Απλά όμως, και κατανοητά! Μιλάνε αληθινά και λένε όσα πρέπει να πουν, με την ελπίδα ότι ίσως θ’ ακουστούν. Κι οι πράξεις τους, δεν είναι για το θεαθήναι, είναι αυτό το “όλα ή τίποτα” που νιώθεις ότι πρέπει να πάρεις πάνω σου, όταν δε σε καλύπτουν αυτοί που έχουν υποχρέωση να το κάνουν.
«Αν καεί το σπίτι θα καούμε κι εμείς.» Σκέψου να το λες αυτό και να το εννοείς. Τι μένει άλλο πια να φοβάσαι, άραγε;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου