Κάηκαν λίγο τα δάχτυλά μου σερβίροντας τούς πρωινούς καφέδες μας. Ζεστό καφέ καλοκαιριάτικα- όμως η μυρωδιά του δε συγκρίνεται με τίποτα. Μυρίζει σπιτικό, σαν αυτό που προσπαθούμε να φτιάξουμε μέρα με τη μέρα.
Κάθισα στη γωνία μου περιμένοντας να έρθεις. Δεν αγγίζω ποτέ τον καφέ μου αν δεν κάτσεις πλάι μου. Βήματα. Κι άλλα βήματα. Η ωραιότερη στιγμή της ημέρας, όταν έρχεσαι δίπλα μου. Η ωραιότερη, μετά από εκείνη που ανοίγω τα μάτια μου και ψάχνω το πρόσωπό σου ανάμεσα σε ατημέλητα μπουκλάκια.
Στη θέση μου εγώ. Στη θέση σου κι εσύ. Και κάπου εκεί ανάμεσα στη σιωπή της πρωινής ραστώνης δημιουργούνται μπλεξίματα. Μπλέκονται τα χέρια, μπλέκονται τα βλέμματα, μπλέκονται τα όνειρα. Τ’ αφήνω τότε κι εγώ να συσσωρεύονται, να διογκώνονται, να σπρώχνουν τους τοίχους, να διαπερνούν τα παράθυρα κι έπειτα να παρασύρουν στο διάβα τους όλους μας τους φόβους. Κι όσο συμβαίνει αυτό, εγώ παρατηρώ: ό,τι συμβαίνει, ό,τι κρύβεται, ότι θέλει να συμβεί.
Αλήθεια, έχεις παρατηρήσει πόσο γρήγορα περνάνε οι σκέψεις μας; Σαν τρένο πάνω στις ράγες, έτσι κι εκείνες όλο μακραίνουν κι όλο έρχονται με φόρα. Πάντα προσπερνούν κι απ’ τη μια πας στην επόμενη, σαν να βλέπεις φωτογραφίες που έχεις τραβήξει. Και θες να τις γράψεις. Και θες να τις πεις. Κι εκείνες σφηνώνουν στη γλώσσα και καμιά φορά δε στο επιτρέπουν, ενώ άλλοτε απλώνονται μόνες τους να ξεκουραστούν πάνω σε στίχους, παραγράφους, κεφάλαια.
Τελείωσε ο καφές. θα πάω να βάλω κι άλλον. Εσύ μην κουνηθείς. Μόνο κοίταζέ με. Κοίταζε με την ώρα που έρχομαι ξανά, μόνο αυτήν την εικόνα θέλω να έχεις. Να έρχομαι σε σένα. Πάντα σε σένα, με περπατήματα άλλοτε σταθερά, άλλοτε τρεμάμενα. Μα πάντα προς εσένα. Με περπατήματα, άλλα σιωπηλά κι άλλα με ερωτήματα, μα πάντα κοιτάζοντάς σε στα μάτια.
Ήθελα, ξέρεις, να σου πω πως, πολύ καπνίζεις. Μια ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο εσύ. Κι εκπνέεις. Τέσσερις εγώ από σένα και κρατώ την αναπνοή μου. Να αναπνέω μέσα από σένα. Να αναπνέω εσένα. Τα μαλλιά μου, πότισαν απ’ τη μυρωδιά κι έγιναν κλωστές με κόμπους- μπλέχτηκαν τόση ώρα ανάμεσα στα δάχτυλά σου. Σ’ αφήνω να τα μπλέκεις κι έπειτα να τα ξεμπλέκεις- δε θέλω τίποτα να εμποδίσει τον δρόμο για να σκαρφαλώσεις πάνω μου.
Κοιτώ τα πόδια σου που λιώνουν το πάτωμα. Ένα να γίνεσαι μαζί του, να μην μπορείς να πας πουθενά. Να φύγεις να πας πού, άλλωστε; Έχω συμφωνήσει με τον χρόνο όταν κοντά μου βρίσκεσαι να μπορώ να τον κάνω ό,τι θέλω. Να του τεντώνω τις ώρες και τα λεπτά, να μην τελειώνει η μέρα. Κι όσο κλέβω λιγάκι απ’ τη μέρα, με την άκρη του δαχτύλου μου σχεδιάζω γράμματα στην πλάτη σου: Έψιλον. Δέλτα. Ωμέγα. Πι. Άλφα. Νι. Ταυ. Αφήνω όμως τις λέξεις στη μέση, μην τυχόν και τις δουν γραμμένες πάνω σου και μου τις πάρουν. Στέγνωσε το στόμα μου. Κουράστηκες κι εσύ- κρατάει πολύ το πρωινό μαζί μου, σου το ‘πα.
Τελείωσε κι ο καφές, άδειασαν κι οι κούπες, πέρασε έτσι κι η ώρα. Γέμισε το δωμάτιο με συναισθήματα κι εκείνα γίνονται φως κι έπειτα ενέργεια, για να μπορούν να τρυπώνουν στο δέρμα σου. Να χωράνε στην καρδιά μου. Να κάνουν τις μέρες να μοιάζουν Κυριακές, σαν να μας άνηκαν από πάντα. Τι λες, ξαναγεμίζω;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου